ΚΟΤΣΙΝΑΡΑΙΑ: ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΑΣΑΚΙ, ΤΩΡΑ ΣΤΑΧΤΕΣ ΚΙ’ ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ…
Στην Κοτσιναραία, στον δρόμο Τριποδίσκου (Χανίου) στην μεγάλη ανηφόρα, αριστερά του δρόμου, το μάτι του περαστικού μαγνήτιζε ένα μικρό δασάκι. Μικρό, γιατί εκτεινόταν σε μικρή έκταση. Μικρό και πανέμορφο. Άρχιζε αμέσως από την άκρη του δρόμου.
Δεν ξέρω γιατί ένοιωθε τόσο όμορφα κανείς κοντά σ’ αυτό το μικρό δάσος. Ίσως γιατί δεν εκτεινόταν σε ένα χώρο επίπεδο, άρα μονότονο. Το έδαφός του είχε ποικιλότητα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του γνησίου αττικού τοπίου. Μικρές ανηφόρες, κατηφόρες, μικρά ξέφωτα και ρεματάκια και μικρά μονοπάτια, που τα σχημάτισαν στις κατηφοριές τα νερά της βροχής, ίσως και οι άνεμοι, ποιος ξέρει…
Κάθε φορά σταμάταγα και το αντίκρυζα και το καμάρωνα, όταν περνούσα. Κάθε φορά, με κάθε εποχή, κρατούσε την γοητεία του.
Προχθές πέρασα και πάλι από κει, και κυττάζοντας, πάγωσα! Το είχαν κάψει. Είχε ο χώρος τη φρικτή όψη της μαύρης καταστροφής που φέρνει η φωτιά σε δάσος, με τους μαύρους καμένους σκελετούς των δένδρων. Στις φωτιές, στην περιοχή αυτή, των τελευταίων ημερών, κάηκε κι’ αυτό. Εγώ ήλπιζα πως αυτό τουλάχιστον θα είχε σωθεί, μια που ήταν δίπλα και ακουμπούσε σε σχετικά πολυσύχναστο επαρχιακό δρόμο, και υπήρχε εύκολη πρόσβαση σ’ αυτό, ενώ περνούσαν συχνά από κει αυτοκίνητα, που περιπολούσαν, της πυροσβεστικής. Όμως, πόσα να προλάβει κι’ αυτή…
Πένθος. Αντί για πράσινο, στάχτες και μαυρισμένα αποκαΐδια. Οι χίλιες -μύριες φωνές που άκουγες από το παιχνίδισμα του ανέμου με τα κλαδιά και τις βελόνες των πεύκων είχανε πάψει, κι’ αντί γι’ αυτές, φριχτή βουβαμάρα. Ήταν σαν να βρισκόμουν σε κηδεία. Στο νου μου ήλθαν οι στίχοι ενός από τους καλύτερούς μας ποιητές, του Μιλτιάδη Μαλακάση (1869 -1943). Παραθέτω 6 στροφές από τις 12 που έχει το υπέροχο αυτό ποίημα :
Το δάσος που λαχτάριζες
ώς που να το περάσεις
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.
Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου,
κι’ έσπαε τα γόνατά σου
δεν θα τ’ ακούσεις πια,
το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
και τόκαμαν λαλιά τους
τα νύχτια πουλιά.
Και κάτι που βραχνόκραζε
με μιαν φωνήν ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι’ αυτό….
Το δάσος που λαχτάριζες
ώς που να το περάσεις,
για πάντα θα ξεχάσης
διαβάτη αποσπερνέ,
γενήκαν νεκροκρέβατα
τάγρια δεντρά σου τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ
.
Α.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου