ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ 1940
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
ΣΠΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΤΟ «ΟΧΙ» ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΑ ΛΕΞΙΣ
ΟΛΙΓΟΙ ΟΜΩΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ
ΝΑ ΤΗΝ ΠΡΟΦΕΡΟΥΝ
ΑΝΝΙΒΑΣ
«Η ΕΛΛΑΣ ΔΕΝ ΠΟΛΕΜΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ.
ΠΟΛΕΜΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ.
ΕΧΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΙΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΤΗΣ
ΝΑ ΜΕΙΝΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ
Το έθνος ολόκληρο πάντοτε θα στρέφεται και θα ατενίζει με υπερηφάνεια την αυγή της 28ης Οκτωβρίου, την αυγή της νεώτερης Ελλάδος.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα μπορέσουν ποτέ να σβήσουν ούτε και να σκιάσουν το εκθαμβωτικό φως, που εκπέμπει η δόξα και το μεγαλείο της ιστορικής εκείνης ημέρας. Αντίθετα μάλιστα ο χρόνος το ζωηρεύει, το ντύνει με φανταχτερά χρώματα και του αναγνωρίζει την μεγάλη του προσφορά στην ελεύθερη πορεία της ανθρωπότητος.
Η 28η Οκτωβρίου είναι μέρα Ελληνική. Ταυτόχρονα όμως είναι και μέρα πανανθρώπινη. Είναι μέρα ελληνική, γιατί συγκεφαλαιώνει την ιστορία της Ελλάδος και διαλαλεί το ίδιο πνεύμα και τις ίδιες αρχές, που εδώ και χιλιάδες χρόνια κατευθύνουν την χώρα αυτή. Είναι όμως και μέρα πανανθρώπινη, διότι για μια ακόμη φορά η οικουμένη σώθηκε από τα κύματα των βαρβάρων με τους αγώνες των Ελλήνων.
Από το 1938 μαύρα σύννεφα σκοτείνιαζαν τον ορίζοντα της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου. Σε λίγο οι δυνάμεις του ναζισμού και του φασισμού «καταβρόχθιζαν» μερικά μικρά κράτη, τα οποία τους πρόσφεραν «γη και ύδωρ», τρομοκρατημένα από τον όγκο των μηχανών τους.
Με το σύμφωνο φιλίας Γερμανίας - Ρωσίας, διαμοιραζόταν η Πολωνία και ενισχυόταν υλικά και ηθικά ο άξονας Βερολίνου – Ρώμης – Τόκιο, για την γενική επίθεσή του εναντίον της Ευρώπης, και ολοκλήρου του κόσμου.
Στην συνέχεια κατέρρευσε σε διάστημα λίγων ημερών η Γαλλία, σφυροκοπήθηκε ανελέητα η Αγγλία και οι δυνάμεις της βίας κυριάρχησαν και τρομοκράτησαν ολόκληρη την Ευρώπη. Τίποτε δεν φαινόταν ικανό να αντιμετωπίσει τις σιδηρόφρακτες μεραρχίες του Χίτλερ. Η ανθρωπότητα περνούσε μαύρες, κατάμαυρες μέρες. Ο κόσμος ολόκληρος, πανικόβλητος παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα, την θυελλώδη επέκταση της ναζιστικής μπότας… Οι ελεύθεροι άνθρωποι άρχιζαν να συνηθίζουν την ιδέα ότι ο άξονας είναι αήττητος.
Σ’ αυτή την τραγική για τον κόσμο στιγμή, ο Θεός διάλεξε την Ελλάδα για να βγάλει την ανθρωπότητα από την απελπιστική της κατάσταση. Ο περιούσιος Ελληνικός λαός έχει την μεγάλη τιμή να φέρει τον σταυρό του μαρτυρίου της ανθρωπότητος.
Και φθάνει η μεγάλη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Οι αχόρταγες δυνάμεις της βίας, ενθουσιασμένες από τις εύκολες νίκες τους, ζητούν κι άλλο θύμα. Θέλουν την Ελλάδα τώρα… Θέλουν να κάνουν σκλάβα τους την Ελλάδα, που υπήρξε η μητέρα της ελευθερίας του κόσμου ανά τους αιώνες… Αυτή την χώρα που βασίλεμα δεν έχει, όπως λέει ο ποιητής… Αυτή, που θήλασε και φώτισε τους λαούς της οικουμένης και τους δίδαξε να πιστεύουν σε δύο σύμβολα, στον Θεό και στην ελευθερία…
Αυτή ζήτησε να υποδουλώσει ο αρχηγός της φασιστικής Ιταλίας, ο Μπενίτο Μουσολίνι.
Ύστερα από την δολοφονική επίθεση στα νώτα της νεκρής πλέον Γαλλίας, σκέφθηκε να προσφέρει κι αυτός ένα νέο μαργαριτάρι στο στέμμα τού αφέντη του Χίτλερ, και σαν τέτοιο διάλεξε την πατρίδα μας, την Ελλάδα. Νόμιζε ότι θα λιποψυχούσαμε κι εμείς, όπως όλα τα άλλα έθνη… Σκέφθηκε ότι θα μας τρόμαζαν τα οκτώ εκατομμύρια λόγχες του και τα αναρίθμητα κανόνια του, τα τανκς, τα αεροπλάνα και τα θωρηκτά του… Όλα αυτά, το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, περίμεναν το σύνθημα της εξορμήσεως για τον θριαμβευτικό τους «περίπατο» όπως τους είχε πει, στην Ελλάδα.
Έτσι στις τρεις μετά τα μεσάνυκτα, με τρόπο που ταιριάζει σε δολοφόνους, δίνεται το τελεσίγραφο, που ζητούσε την παράδοση και την ατίμωση της δοξασμένης πατρίδος μας, ενώ σχεδόν συγχρόνως, οι στρατιές του Μουσολίνι κτυπούσαν τα φυλάκια του μετώπου μας. Η προπαγάνδα της φασιστικής Ιταλίας, νομίζοντας ότι θα κάμψει το ηθικό του λαού μας, κραυγάζει: «Έλληνες, αφήστε την ιστορία σας, τώρα πέρασαν αυτά, δεν γίνονται πια οι πόλεμοι με ακόντια αλλά με τανκς. Παραδοθείτε, υποδουλωθείτε, για να μη μετανιώσετε».
Είχε όμως κάνει λάθος στον λογαριασμό του ο Ντούτσε. Δεν σκέφθηκε ότι εκτός από τα κανόνια υπάρχουν και άλλες μεγαλύτερες δυνάμεις. Δεν θυμήθηκε ότι, όταν πολεμά ο Έλληνας για την τιμή και την ελευθερία του δεν κάνει αριθμητικούς υπολογισμούς όπως οι άλλο λαοί. Γιατί με τέτοιους υπολογισμούς ήταν μαθηματικά βέβαιη η επιτυχία της εισβολής.
Το καθήκον και μόνο το καθήκον προς τα αιώνια μάρμαρα, που συμβολίζουν την δόξα τόσων γενεών, προς τους τάφους των πατέρων του, προς τα λίκνα των παιδιών του και προς τις επερχόμενες γενεές, το καθήκον τέλος προς την ανθρωπότητα, στην οποία έδωσε το πρώτο γάλα, γιγαντώνει τον Έλληνα, τον μετουσιώνει και του δίνει φτερά να πετάξει από την ύλη και να μην υπολογίζει σ’ αυτήν.
Ο σεβασμός προς τα ιερά χώματα, που σκεπάζουν την σκέψη των αιώνων, τις διαχρονικές ιδέες, τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη, τον Παρμενίδη, τον Δημόκριτο, η σκέψη ότι αυτή η γη μέσα στα σπλάχνα της, σαν λίπασμα κρατάει τους αγώνες των αιώνων, την ευγενή, ειλικρινή, έντιμη, ηρωική και αγωνιστική προσφορά ενός Θεμιστοκλή ή ενός Κυναίγειρου, ενός Μεγαλέξανδρου ή ενός Λεωνίδα, ενός Ρήγα ή Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα ή Διάκου και, τέλος, η πεποίθηση ότι αυτός ο λαός προτίμησε πάντα, μαζί με το κομμάτι της γης, που πήγαιναν να του πάρουν, να δίνει και το κορμί του, όλα αυτά ήταν εκείνα που οδήγησαν τον Έλληνα σ’ αυτήν την τρέλα.
Γιατί πραγματικά, η μοίρα της Ελλάδος ήταν πάντα ο έντιμος θάνατος που μέσα του κουβαλάει την ζωή. Αυτή την ζωή, που γεμίζει εδώ και 4.000 τουλάχιστον χρόνια, τις σελίδες της Ελληνικής ιστορίας.
Και μόλις το επέβαλε η ιστορική πραγματικότητα, η ιστορική αναγκαιότητα του παρόντος και του μέλλοντος της Ελλάδος, και η υποχρέωση, που απορρέει από το ένδοξο προγονικό παρελθόν, δεν δίστασαν να φωνάξουν την πολεμική ιαχή «Ίτε παίδες Ελλήνων»… Και κάτω από τους ήχους κάποιας λύρας, να σύρουν τον χορό της λευτεριάς ή του θανάτου, του αφανισμού ή της ανάστασης, του πολέμου, που θα σημάνει την δικαίωση, του θανάτου που θα φέρει την ζωή.
Μ’ αυτά τα αισθήματα και μ’ αυτές τις σκέψεις δέχθηκε ο ελληνικός λαός εκείνο το πρωινό την αλαζονική πρόκληση να παραδοθεί. Και χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή έδωσε με το στόμα του τότε Πρωθυπουργού του Ιωάννη Μεταξά την αρμόζουσα Ελληνική απάντηση.
Την ίδια απάντηση, που αντήχησε στις Θερμοπύλες, που την επανέλαβε η Σαλαμίνα και την ανανέωσε η Αλαμάνα.
ΟΧΙ, δεν θα περάσετε, δεν θα παραδοθούμε, ούτε θα εγκαταλείψουμε τα ιερά και τα όσια των προγόνων μας… «Μολών λαβέ»…
Το μυριόστομο αυτό ΟΧΙ διατρέχει σαν ηλεκτρικό κύμα τον ελληνικό ορίζοντα. Μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. Το βροντοφωνάζει ο ηρωικός στρατιώτης μας στα βουνά της Ηπείρου, όπου δίνει και τα πρώτα γερά χτυπήματα στον θρασύ εισβολέα.
Επαναλαμβάνεται στα γαλάζια πελάγη μας από το γενναίο ναυτικό μας, γεμίζει τον καταγάλανο ουρανό μας από τους ατρόμητους Ικάρους μας, ακούγεται στο σπίτι τού φτωχού και του πλούσιου, στο κτήμα τού αγρότη μας, στο εργοστάσιο τού εργάτη, στο γραφείο τού υπαλλήλου. Το λέει ο παππούς, το επαναλαμβάνει ο γιος, το τραγουδά το εγγονάκι, το διαλαλούν όλοι άνδρες, γυναίκες, μικροί και μεγάλοι.
ΟΧΙ, φωνάζει η Πελοπόννησος, η Στερεά, η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Θράκη, η Μακεδονία, τα Νησιά μας.
ΟΧΙ ψιθυρίζουν τα αδέλφια μας της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου, της Δωδεκανήσου, τα οποία ελπίζουν ότι πλησιάζει το τέλος της σκλαβιάς τους.
Όλη η Ελλάδα από τις πρώτες ώρες πανηγυρίζει. Είναι βέβαιη για την νίκη της. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους και με ενθουσιασμό, τραγούδια και ύμνους πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα.. Η γιγαντιαία πάλη αρχίζει.
Στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, όπου γρήγορα μεταφέρθηκε ο αγώνας, ο ηρωικός μας στρατός με πίστη στην Μεγαλόχαρη, την Υπέρμαχο Στρατηγό, αγωνίζεται τιτάνιον αγώνα. Δεν τον φοβίζει το άφθονο πολεμικό υλικό τού εχθρού, αψηφά τους κινδύνους, δεν σκέπτεται, την αϋπνία, την πείνα. Τίποτε δεν μπορεί να τον κάμψει και να ανακάμψει την θυελλώδη ορμή του. Μια θεϊκή φλόγα τού θερμαίνει την ψυχή και το σώμα.
Παντού γίνονται θαύματα. Κάστρα απόρθητα κυριεύονται με την λόγχη, υψώματα υποστηριζόμενα από εκατοντάδες και χιλιάδες Ιταλούς καταλαμβάνονται από μια χούφτα στρατιώτες μας.
Βουνά απόκρημνα, χαράδρες και φαράγγια γεμάτα παγίδες, καταλαμβάνονται. Μέσα στα κάτασπρα πεδία των μαχών αντηχεί η θρυλική ιαχή των Ελλήνων: Τύραννοι δεν γλιτώνετε! Αέρα, Αέρα, Αέρα!!! σε λίγο η γαλανόλευκη κυματίζει στα οχυρά του εχθρού.
Παντού οι ήρωες αυτοί προχωρούν από θρίαμβο σε θρίαμβο, για να κάνουν μετά από λίγο ένα μεγάλο ξένο ηγέτη, τον Τσώρτσιλ, να αναφωνήσει: «Δεν είναι οι Έλληνες που πολεμούν σαν ήρωες! Πιο σωστό και πιο τίμιο θα ήταν να πούμε πως οι ήρωες πρέπει να πολεμούν σαν Έλληνες».
Με το χαμόγελο στα χείλη πάνε οι φαντάροι μας μπροστά… Ένα πνεύμα πίστεως, αυτοθυσίας, και άφθαστου ηρωισμού, ένα πνεύμα χαράς, αγάπης και ειρήνης μέσα στην κόλαση του πυρός και του σιδήρου κυριαρχεί στις καρδιές όλων. Οι στρατιώτες μας προστατεύουν και τους Ιταλούς αιχμαλώτους, με τους οποίους μοιράζονται, όταν υπάρχει, την λιγοστή κουραμάνα τους.
Τα στρατεύματά μας γρήγορα μεταβάλλονται από αμυνόμενα σε επιτιθέμενα. Προχωρούν, ανατρέπουν, νικούν, καταδιώκουν, διαλύουν, εξευτελίζουν, κατάτροπώνουν τον εχθρό.
Το «Αέρα» και το τσαρούχι του τσολιά είναι ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών.
Η Πίνδος, το Ιβάν, ο Μοράβας, το Καλπάκι, ο Καλαμάς, το Γκολέμι, η Τρεμπεσίνα, και τόσα άλλα μέρη γίνονται νέες Θερμοπύλες, αιώνιοι Μαραθώνες, ένδοξες Σαλαμίνες. Για άλλη μια φορά το πνεύμα νικάει την ύλη.
Κορυτσά, Πρεμετή, Κλεισούρα, Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Άγιοι Σαράντα και τόσες άλλες Ελληνικές πόλεις και χωριά πανηγυρίζουν για την απελευθέρωσή τους και με τις επί πολλά χρόνια κρυμμένες ελληνικές σημαίες υποδέχονται με δάκρυα στα μάτια τον ελευθερωτή στρατό μας με την ελπίδα ότι τερματίστηκαν πλέον τα δεινά τους.
Ο κόσμος όλος βυθισμένος στο σκοτάδι του τρόμου συγκλονίζεται και κατάπληκτος με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί το θαύμα. Ζωντανεύουν μπροστά τους τα κατορθώματα των προγόνων μας και βλέπουν τους εαυτούς τους σαν άξιους συνεχιστές της ζωής τους. Κάτι που αγγίζει και όλους εμάς τους νεώτερους όταν κατανοούμε το μέγεθος του εγχειρήματός τους.
Κουρελιάστηκε από την λόγχη του Έλληνα στρατιώτη η φήμη ότι ο άξονας είναι αήττητος και βγήκε η ψεύτικη λεοντή του θεατρίνου της Ρώμης.
Το ηθικό των ελευθέρων ανθρώπων αναπτερώνεται και πνέει στις καρδιές τους ο άνεμος της αισιοδοξίας. Όλοι, εχθροί και φίλοι εξυμνούν την Ελλάδα. Από τα επισημότερα χείλη της οικουμένης η Ελλάδα ταυτίζεται με την δόξα!!!
Αλλά, όταν τα 60 εκατομμύρια των Ιταλών δεν μπόρεσαν να νικήσουν τα 8 εκατομμύρια των Ελλήνων, κάλεσαν σε βοήθεια τα 80 εκατομμύρια των Γερμανών. 140 εκατομμύρια εναντίον 8. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό για να χαρακτηρίσει μίαν άνανδρη και δολοφονική πράξη, την οποία στιγματίζει η Ιστορία.
Στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί μάς επιτίθενται από την Βουλγαρία και κατόπιν από την Γιουγκοσλαβία. Τα οχυρά μας της Μακεδονίας και της Θράκης δέχονται την λύσσα των χιλιάδων αρμάτων μάχης και αεροπλάνων του Χίτλερ.
Ο λιγοστός αλλά γενναίος στρατός μας προξενεί τρομακτικές απώλειες στον εχθρό, ώστε να προκαλέσει τον θαυμασμό των στρατηγών, ακόμη και του ιδίου του Χίτλερ. Η μάχη των οχυρών έχει καταγραφεί στην παγκόσμιο Ιστορία ως η μοναδική, όπου οι Έλληνες έφυγαν με τον οπλισμό τους και οι Γερμανοί κατά την αποχώρηση των Ελλήνων παρουσίασαν όπλα, καθώς ο Έλληνας διοικητής επιθεωρούσε το γερμανικό τμήμα.
Τα αλλεπάλληλα όμως κύματα των «τανκς» και των «στούκας» ισοπεδώνουν τα πάντα, ενώ ο στρατός της Βορείου Ηπείρου κυκλώνεται από Ανατολή και Νότο από τους Γερμανούς. Η Ελλάδα βαριά πληγωμένη πέφτει. Τα παιδιά της γίνονται οι σκλαβωμένοι νικητές.
Η Ελλάδα έπεσε αλλά εξεπλήρωσε την αποστολή της προς την ανθρωπότητα. Καταξευτέλισε τον άξονα, αναπτέρωσε το ηθικό τού τρομοκρατημένου ελεύθερου κόσμου και του έδειξε τον δρόμο προς την νίκη. Με τον αγώνα της, κατά τις κρίσεις των στρατιωτικών όλου του κόσμου, ανατράπηκαν τα βαθυστόχαστα σχέδια των Γερμανών, ανεβλήθη για δύο τουλάχιστον μήνες η επίθεση κατά της Ρωσίας και έτσι δεν πρόλαβαν οι Γερμανοί να καταλάβουν την Μόσχα τότε που ήθελαν.
Πριν δηλαδή έλθει ο χειμώνας και πριν οι Σοβιετικοί μεταφέρουν από τα ανατολικά τους παράλια τις μεραρχίες τους, για να αντιμετωπίσουν πανέτοιμοι τους Γερμανούς. Καθυστέρησε η κάθοδος του άξονα προς τον νότο, ματαιώθηκε η κατάληψη της Μέσης Ανατολής και των πετρελαίων της, δεν κατελήφθη το Σουέζ και δόθηκε καιρός στην Αμερική και την Σοβιετική Ένωση να προετοιμασθούν. Όλοι παραδέχονται ότι ο αγώνας της Ελλάδος άλλαξε την ροή της ιστορίας της ανθρωπότητος.
Επακολούθησε σκληρή κατοχή Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων. Οι σφαγές, οι θάνατοι από πείνα, οι διωγμοί, οι φυλακίσεις, οι πυρπολήσεις πόλεων και χωριών, οι εκτελέσεις, αποδεκατίζουν τον λαό μας αλλά δεν τον κάμπτουν. Εξαντλημένος αντιστέκεται μέχρις εσχάτων. Οι θαρραλέοι μαχητές μας συνεχίζουν τις δόξες των ηρώων της Αλβανίας, στο Ελ Αλαμέϊν και στο Ρίμινι.
Έπειτα από τετράχρονη μαύρη σκλαβιά, χάρις στα θεμέλια, που έβαλε η Ελλάδα, ο ήλιος της ελευθερίας ανέτειλε και πάλι. Η Ελλάδα ελεύθερη σηκώνεται στα πόδια της για να συμμαζέψει τα κουρέλια, που της άφησε ο πόλεμος, να αγκαλιάσει από τα υπόδουλα παιδιά της μόνο τα Δωδεκάνησα και να συνεχίσει την ιστορική αποστολή της στον κόσμο.
Για να πετύχουμε όμως εμείς οι Έλληνες στην ειρήνη, όπως πετύχαμε και στον πόλεμο, χρειαζόμαστε εφόδια. Ο αγώνας για την ειρήνη δεν είναι ευκολότερος από τον αγώνα στον πόλεμο. Ο πόλεμος του ’40 μας φανέρωσε και πάλι τις δυνάμεις μας, μας έδειξε τον δρόμο και μας έδωσε τα όπλα. Το αγωνιστικό πνεύμα και οι αρετές του ’40 πρέπει να κατευθύνουν την ζωή μας και στην ειρήνη.
Οι ανεξάντλητες και ακατανίκητες δυνάμεις, που εκδηλώνονται στους Έλληνες κατά τους πολέμους δεν πρέπει να χάνονται κατά την περίοδο αυτή. Πρέπει πάντα να τις θυμόμαστε και να μην αφήσουμε να σκονιστούν από την αχρηστία σε μια γωνιά της μνήμης. Αυτό το συμπέρασμα απετέλεσε και την αιτία της συγγραφής αυτού του ημερολογίου.
Είναι απαίτηση των ηρωικών μας νεκρών να τους μιμηθούμε στην ειρήνη. Αποτελεί καθηκοντολογική συμμετοχή στην μνήμη τους η άξια συνέχιση του έργου τους, γιατί μόνο έτσι δεν θα πάει χαμένο το αίμα, που χύσανε.
Και ξέρουν κι αυτοί, πως όταν χρειαστεί πάλι οι Έλληνες θα εφαρμόσουν την εντολή που διαβάζουν στο χαρτί της μοίρας της Ελλάδος τις λέξεις που γράφτηκαν από χέρι θεϊκό. Πόλεμος - θάνατος - Ζωή. Τις τρεις λέξεις, που η εναλλαγή τους στις χωροχρονικές διαστάσεις του Ελλαδικού τόπου, πότε γράφει τραγωδία και πότε ποίηση. Καμιά φορά γράφονται και τα δύο μαζί… Τότε που «με τον Όμηρο σε τραγουδούσα λαέ μου», καθώς λέει κι ο ποιητής.
Και σαν έλθει η ώρα, που η νεκρώσιμη ακολουθία των όπλων συνοδεύεται από την γλυκολαλιά της λύρας, το ξέρουν όλοι και το ξέρουμε κι εμείς πως πάντα η Ελλάδα βγαίνει κερδισμένη, ανασταίνεται, αναγεννιέται.
«Γιατί η Ελλάδα προώρισται να ζήση και θα ζήση», όπως είπε ο Τρικούπης.
«Γιατί ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την λευτεριά της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω», όπως τόνισε ο θρυλικός Γέρος του Μωριά.
Γιατί το είπαμε και παραπάνω. Σε τούτο εδώ τον τόπο πρωτογεννήθηκε η αρμονία Λόγου και Πράξης. Εδώ το Πνεύμα συναπαντήθηκε με την δράση, η Νόηση αντάμωσε με την Ενέργεια. Και όλα αυτά λίπασμα γίνανε, που θρέφει τα νέα βλαστάρια της Ρωμιοσύνης.
Το ημερολόγιο που έχετε στα χέρια σας αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι η Ελλάδα δεν υπέκυψε ποτέ στο παρελθόν. Και δεν πρόκειται ποτέ να υποκύψει. Αποδεικνύει ότι οι Έλληνες είναι πάντα έτοιμοι για την μάχη.
Η λύρα κι αυτή κουρδισμένη να συνοδεύσει τον χορό του θανάτου ή του λυτρωμού. Ο βάρδος της Ρωμιοσύνης ψάλλει:
«Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο, όνειρο καθημερινό…
Κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε, σαν δανεισμένη πραμάτεια.
Τώρα τ’ αγόρια μου, παίζουν τον θάνατο, στα χαρακώματα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου