Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΕΤΣΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΤΟΥ 1821

Του πολίτη Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου
(Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και Δήμου Αθηναίων).


Α΄. Η ανάγκη της ανθρωπίνης συνεργασίας γενικώς.

Πριν επιχειρήσουμε να δώσουμε μια αμυδρή εικόνα για το πνεύμα της οικονομικής συνεργασίας που επεκράτησε στην Ελλάδα του ’21, πρέπει να πούμε ότι η τάσις του ανθρώπου για συνεργασία και κοινή προσπάθεια με τους συνανθρώπους του αποτελεί φυσική και ψυχική αναγκαιότητα αυτού. Πράγματι, ερευνώντες τις απαρχές του κοινωνικού και οικονομικού βίου της ανθρωπότητος, διαπιστώνουμε, ότι ο άνθρωπος, ωδηγήθηκε, από ανάγκη, στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του, γιατί μόνον έτσι του ήταν δυνατόν να αντιμετωπίση τα πολλαπλά εμπόδια τα οποία έβαζε μπροστά του η φύσις και η ζωή.
Αυτή η συνένωσις των ανθρωπίνων δυνάμεων εκδηλώνεται από την εποχή του πρωτόγονου σταδίου της ανθρωπότητος και παίρνει συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο στην κοινή θηρευτική ζωή, και ιδιαίτερα στην γεωργία, η οποία υπήρξε ουσιαστικά το πρώτο πεδίο της ανθρωπίνης συνεργασίας.
Μόνο χάρι σ’ αυτή την συνένωση των ανθρωπίνων δυνάμεων, ο άνθρωπος κατόρθωσε να ξεπεράση την ατέλεια των πρωτογόνων τεχνικών μέσων και να βαδίση, προοδευτικά και σταθερά, ολόκληρη την κλίμακα των τεχνικών και εκπολιτιστικών κατακτήσεων.
Η ιστορία του ανθρωπίνου βίου μαρτυρεί – έγραφε ο Αλέξανδρος Σβώλος – ότι «η εξέλιξις του πολιτισμού ετελειώθη και τελειούται εν τω βίω των κοινωνικών ομάδων», αι οποίαι αποβλέπουν «εις την από κοινού επιδίωξιν σκοπού τινός υπό συμβιούντων ανθρώπων».

Το πρώτο κρηπίδωμα αυτού του φυσικού και υποσυνειδήτου εμφύτου του ανθρώπου αποτελεί κατά τον C. GIDE, η συνεργασία του ανδρός και της γυναικός, των γονέων και των τέκνων, η οποία είναι και η πλέον χαρακτηριστική εκδήλωσις της εμφύτου συσσωματικής τάσεως του ανθρώπου.
Ώστε λοιπόν, πέρα από οικονομική ανάγκη και σκοπιμότητα, η έμφυτος τάσις του ανθρώπου για συνεργασία αποτελεί και ικανοποίησι ψυχικής αναγκαιότητος , γιατί – όπως πολύ σωστά σημειώνει ο θεμελιωτής της ατομικής ψυχολογίας ALFREND ADLER, «δεν μπορούμε να φαντασθούμε μια ψυχική ζωή απομονωμένη».
Τo αίσθημα αυτό της κοινής σχέσεως, το κοινωνικό συναίσθημα της από κοινού δράσεως και συνεργασίας, εγκαταλείπει τον άνθρωπο μόνο στις περιπτώσεις «βαρύτατου εκφυλισμού της ψυχικής ζωής» σημειώνει ο ίδιος.
Τέλος, για να καταδείξουμε ότι το πνεύμα της ανθρωπίνης συνεργασίας και ο ομαδικός τρόπος ζωής δεσπόζουν όχι μόνον του εκδήλου ψυχικού, οικονομικού, και κοινωνικού βίου του ανθρώπου, αλλά και αυτής ταύτης της λανθανούσης κοινωνικής λειτουργίας, αναφέρουμε, το παράδειγμα του κοινωνιολόγου R. MERTON, ο οποίος, χρησιμοποιώντας την ιεροτελεστία του «χορού της βροχής» κάποιας φυλής, γράφει ότι «η έκδηλος λειτουργία, ο επιδιωκόμενος σκοπός αυτού του χορού, είναι να προκαλέση βροχή. Πλήν όμως, κάτω από την έκδηλη επιδίωξη υποκρύπτεται και μια λανθάνουσα λειτουργία, η οποία είναι η συσπείρωση των μελών της ομάδος στους σκοπούς της κοινότητος και η ανάπτυξις του πνεύματος της ομαδικότητος και της συνεργασίας».
Απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα προκύπτει ότι η ανθρώπινη συνεργασία και η αλληλεγγύη αποτελεί ουσιώδες στοιχείον της ζωής του ανθρώπου και το υπογραμμίζουμε αυτό για να αντιτάξουμε σ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι η άκρατος δήθεν ατομικότης του ανθρώπου και ο άμετρος εγωισμός τον οδηγούν, κατ’ ανάγκην, στην περίφημη λατινική ρήσι: HOMO HOMUNIS LUPUS δηλ. ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος.
Η πορεία της ανθρωπότητος απέδειξε ότι παρ’ όλες σκληρότητες, τους πολέμους και τους ανταγωνισμούς μεταξύ γενών, φατριών, τάξεων και κρατών, στο βάθος της ανθρωπίνης ψυχής υπάρχει μια σπίθα που πάντοτε σιγοκαίει, και που άλλωτε μεν υποχωρεί και επισκιάζεται από το ατομικό συμφέρον, άλλοτε δε, γίνεται φλόγα και οδηγός της ανθρωπίνης αγάπης και αλληλεγγύης.
Αυτή είναι η σπίθα – δύναμις της ανθρωπίνης συνεργασίας, αυτός είναι ο δρόμος που χάραξαν με περισσή προσήλωσι στο ιδανικό του κοινωνικού ανθρώπου οι αγράμματοι καραβοκύρηδες των νησιών μας πριν από το 21 και χάριν της οποίας – όπως θα δούμε πιο κάτω – εκπληρώθηκε το όνειρο ολοκλήρων αιώνων, δηλαδή η απελευθέρωσις του Γένους και η αποτίναξις του τουρκικού ζυγού, την οποίαν σήμερα γιορτάζουμε.

Β΄ Λίγα πράγματα για τα’ Αμπελάκια, τον εμπορικό στόλο και τα πλούτη της Ύδρας των Σπετσών και των Ψαρών.

Στην προσπάθειά μας να θεμελιώσουμε την άποψί μας για τον πράγματι σημαντικότατο ρόλο που διαδραμάτισε το συνεταιριστικό πνεύμα στην αποτίναξι του τουρκικού ζυγού, θα σταθούμε μόνο στην ύπαρξι του πνεύματος αυτού στα τρία μας νησιά, δηλ. Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά.
Είμαστε αναγκασμένοι, και λόγω του θέματος και λόγω του χρόνου να απομονώσουμε τους άλλους παράγοντες που ο καθένας απ’ την πλευρά του βοήθησε στην πραγμάτωσι αυτού του ονείρου.
Συνεπώς, οι προβολείς μας θα πέσουν πάνω σ’ αυτά τα άλλοτε ασήμαντα νησάκια, τα οποία όμως, στις διαδοχικές φάσεις του άνισου αγώνος, έγιναν εκ των πραγμάτων τα απόρθητα κάστρα του αγώνος και ταυτίσθηκαν με αυτό τούτο το Έθνος.
Πριν όμως προχωρήσουμε στην κίνησι αυτών των προβολέων, πρέπει να πούμε ότι παράλληλα προς τη ναυτική συνεταιριστική οργάνωσι αυτών των νησιών, μια ανάλογη προσπάθεια έγινε στο θεσσαλικό χωριό Αμπελάκια, στα οποία η «κοινή συντροφία» ίδρυσε συνεταιρισμό για την βαφή και το εμπόριο των κόκκινων νημάτων.
Εκείνο που θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι το γεγονός της μεγάλης αναπτύξεως του συνεταιρισμού αυτού, μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να ιδρύση, γρήγορα, εμπορικά κέντρα σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και να καταθέση σημαντικά χρηματικά ποσά στην Τράπεζα της Βιέννης.
Έτσι λοιπόν, από τα τέλη της έβδομης δεκαετίας του 18ου αιώνος, ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων μπόρεσε να συγκεντρώση γύρω του 24 θεσσαλικά χωριά και να δώση μια πρωτόφαντη οικονομική και κοινωνική άνθηση σ’ αυτή την περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων δεν παρέλειψε και το πατριωτικό του χρέος, δηλαδή την ενίσχυση των αρματολών και κλεφτών της περιοχής, πράγμα που σημαίνει ότι, πολύ πριν εκραγεί η Επανάστασις, βοήθησε στην συντήρησι και πολεμική ενίσχυσι αυτών των σωμάτων, τα οποία αργότερα έγιναν η βάσις του κατά ξηράν στρατού μας, όπως σημειώνει ο ιστορικός. Κ. Παπαρρηγόπουλος.
Το γεγονός της οικονομικής και πολεμικής ενισχύσεως των κλεφτών από τον συνεταιρισμό των Αμπελακίων, προκύπτει από δυο επιστολές που εστάλησαν από τον Γεώργιο Μάνιαρη, ο οποίος ήταν μέλος του συνεταιρισμού και έμεινε στα Γιάννενα, και από άλλο μέλος του συνεταιρισμού που έμεινε στην Σμύρνη.
Η πρώτη με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1809, κάνει λόγο για «μυστικά κατάστιχα», πράγμα το οποίο κατά την άποψίν μας ερμηνεύεται, ότι εκεί εγράφοντο τα «δοσίματα της χαράς» δηλαδή ό,τι ο συνεταιρισμός έδινε στους κλέφτες. Δεδομένου ότι κανείς λόγος δεν υπήρχε να τηρούνται «μυστικά κατάστιχα» από τους συνεταίρους, πράγμα άλλωστε που αντέβαινε στις αρχές του και τις συμφωνίες.
Η δεύτερη επιστολή, με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1809, αναφέρεται στις «ταμπακέρις, φέσια και φισέκια», τα οποία ο επιστολογράφος παρέδιδε εις τους «κλέπτας καπιταναραίους», για λογαριασμό του συνεταιρισμού. Αυτές τις δύο επιστολές έφερε σε φως ο δάσκαλός μου και ιστορικός Ηλίας Γεωργίου.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, αναφερόμενος εις το αξιόλογο έργο του συνεταιρισμού σημειώνει: «Το μέγα λοιπόν ζήτημα του συνεταιρισμού των εργατών – κεφαλαιούχων, όπερ οι κοινωνιολόγοι των καθ’ ημάς χρόνων επεχείρησαν να λύσωσι δια της βίας …. εκανονίσθη από της παρελθούσης εκατονταετηρίδος υπό της μικράς ελληνικής κοινότητος των Αμπελακίων και εφηρμόσθη μετά πάσης συνέσεως και επιτυχίας».
Επίσης, ο Γερμανός ιστορικός Γ. Γερβίνας έγραψε ότι η ανάπτυξις του βιομηχανικού κλάδου εις τα Αμπελάκια ωφείλετο «εις τον συνεταιρισμόν των τεχνιτών» και εις «τον επιτυχή συνδυασμό των συμφερόντων της εργασίας και των κεφαλαιούχων».
Από τον Γ. Φιλάρετο χαρακτηρίσθηκε ως «κοινωνικό θαύμα των Αμπελακίων»,ενώ ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, συνεπαρμένος από το έργο σημειώνει: «Στην περίφημη τούτη πλαγιά του Κισσάβου έσπασε τα κέρατά της, η πιο μαύρη και η πιο στρίγγλα γίδα, η ελληνική διχόνοια. Εις τα Αμπελάκια άλλαξε το κύτταρον των Ελλήνων. Έξη χιλιάδες Ρωμιοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά έζησαν εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια χωρίς να φαγωθούν, δημιουργοί ως συνεταίροι της πρώτης και τελειοτέρας Συνεργατικής του κόσμου, δάσκαλοι των οικονομολόγων, των φιλοσόφων, των ιεροκηρύκων αυτοί οι Θεσσαλοί χωριάτες. Μεγαλύτερο έργο ειρήνης δεν έχει δείξει ο νέος Ελληνισμός. Είναι άθλος της Θεσσαλίας».
Κινδυνεύουμε πολύ να παρασυρθούμε από τα Αμπελάκια, ενώ άλλος είναι ο στόχος μας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην κλείσουμε την αναφορά μας αυτή, με τα λόγια του Γάλλου ερευνητού Φρειδερίκου Μπουλανζέ, ο οποίος, γοητευμένος πραγματικά από τα συνεταιριστικά επιτεύγματα των σκλαβωμένων Ελλήνων, έγραφε εις το Υπόμνημά του, απευθυνόμενος προς τον Πρωθυπουργό Ι. Κωλέττη: «Εις τον Ελληνικό λαό είναι έμφυτο το αίσθημα της αδελφότητος του συνεταιρισμού. Δεν πρόκειται να σας εκφράσω ελπίδας, κύριε Πρωθυπουργέ, αλλά να σας εκθέσω γεγονότα. Δύο προ πάντων εξ’ αυτών ανήκουν εις την ιστορίαν της προόδου της ανθρωπότητος και θα αποτελέσουν μίαν από τας λαμπροτέρας σελίδας της Ιστορίας της Ελλάδος. Κατά πρώτον υπενθυμίζω τον Συνεταιρισμόν των Αμπελακίων και ακολούθως τους Ναυτικούς συνεταιρισμούς των παραλίων πόλεων και νήσων του Αιγαίου Πελάγους».
Η ιδιαιτέρας βαρύτητος γνώμη του Μπουλανζέ, δικαιολογεί απόλυτα την διατύπωση του Γ. Φιλάρετου, ότι δηλαδή η «Ελλάς ου μόνον ελευθέρα αλλά και δούλη ότι έδωκεν εις την Δύσιν διδάγματα περί θεσμών, ων η μελέτη απασχόλησε τους σοφωτέρους άνδρας από της εποχής του Πλάτωνος μέχρι του Ζωρές».
Και τώρα, μετά την αναγκαίαν αυτή παρέκβαση, επιστρέφουμε στους ναυτικούς συνεταιρισμούς των τριών νησιών μας, δηλ. της Ύδρας, των Σπετσών και της Ύδρας.
Συνεπεία του αγόνου και το βραχώδες των νησιών αυτών, οι κάτοικοί των ησχολούντο από παιδιά με την θάλασσα και τα πλοία, στα οποία «εξ’ απαλών ονύχων εμπαρκάριζον».Το πραγματικό σχολείο των κατοίκων αυτών ήταν η θάλασσα και τα σιτοφόρα καράβια με τα οποία έκαναν εμπόριο στις χώρες της Μεσογείου και ιδιαίτερα με την Γαλλία όταν αυτή στην εποχή των Ναπολεοντιαίων πολέμων είχε αποκλεισθεί από τους Άγγλους.
Από τα μέσα λοιπόν του 18ου αιώνα άρχισε μια γρήγορη ναυτική και οικονομική άνθηση στα νησιά αυτά, γιατί το σιτεμπόριο της εποχής εκείνης άφηνε πολλά κέρδη.
Έτσι οι Έλληνες καραβοκύρηδες και τα πληρώματα των πλοίων, όχι μόνο είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους ολόκληρο το εμπόριο των ρωσικών λιμένων, όχι μόνο είχαν εκτοπίσει το γαλλικό εμπόριο από τη Μεσόγειο – όπως έγραφε το 1812 ο Γάλλος πρόξενος της Θεσ/νίκης – αλλά είχαν γίνει συγχρόνως σπουδαίοι και εμπειροπόλεμοι πολεμιστές, γιατί ήταν υποχρεωμένοι ν’ αντιμετωπίζουν διαρκώς τους θαλασσοπειρατές. Αυτές τους οι ικανότητες τους έκανε και αναγκαίους στους Τούρκους κατακτητές, οι οποίοι κάθε χρόνο ζητούσαν ένα αριθμό εμπειροπολέμων ναυτών να υπηρετήσουν στη «Βασιλεύουσα» δηλ. στην Κωνσταντινούπολη.
Εκείνο που θα πρέπει να σημειωθή είναι το ότι τόση δεξιοτεχνία και τόση ανάπτυξις σημειώθηκε στη ναυπήγησι των πλοίων, κατά την εποχή εκείνη, ώστε «οι Ευρωπαίοι έμειναν εκστατικοί μαθαίνοντας ότι αυτά κατασκευάσθηκαν από ανθρώπους αγράμματους». Έτσι λοιπόν, λίγο - λίγο, οι αγράμματοι αλλά έξυπνοι, υπομονετικοί και ριψοκίνδυνοι καραβοκύρηδες των τριών μας νησιών, μπόρεσαν να σχηματίσουν ένα αξιόλογο εμπορικό στόλο και ένα αξιόμαχο πολεμικό ανθρώπινο δυναμικό, τα οποία αργότερα ετέθησαν στη διάθεσι του επαναστατημένου Έθνους και απετέλεσαν το κύριο όπλο εναντίον της τουρκικής παντοδυναμίας, δεδομένου ότι τα τουρκικά πολεμικά πλοία εφάνταζαν μπροστά στα Ελληνικά σιτοφόρα ως «κινούμενα βουνά εντός της θαλάσσης».
Πέρα από αυτά, ο εμπορικός στόλος των νησιών είχε ως αποτέλεσμα την αποκόμηση τεραστίων κερδών στα χέρια των καραβοκύρηδων, οι οποίοι έγιναν πράγματι πλούσιοι.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι τόσα πολλά ήταν τα συγκεντρωμένα κέρδη των Υδραίων: «Ώστε άλλοι μεν τούτων τα εναπέθεταν κατά σωρούς εις την οροφήν των οικιών των, άλλοι δε εντός υαλίνων αγγείων χάριν επιδείξεως».
Αυτά συνέβαιναν και μεταξύ των Σπετσιωτών, οι οποίοι, όπως γράφει ο Γ. Κριεζής, επλούτισαν σημαντικώτατα «παρακολουθούντες απαρεγκλίτως τα ίχνη των Υδραίων».
Τα Ψαρά δεν είχαν ανάλογα πλούτη, γιατί είχαν ήδη υποστή τις ζημιές των Ορλοφικών κατά το 1770. Στην Ύδρα ιδιαίτερα είχαν συναχθή τόσα πλούτη και τόση ευμάρεια των κατοίκων της, ώστε ο χρυσός και ο άργυρος που συγκεντρώθηκε, να εκφράζεται με τόννους, όπως γράφει ο Τρ. Κωνσταντινίδης, «τα δε κλείθρα κατέστησαν περιττά και χρηματοκιβώτια ανεπαρκή», δεδομένου ότι «πανταχόθεν ηκούετο ο εναρμόνιος του χρυσού και του αργύρου ήχος, από της ανωτάτης τάξεως μέχρι της κατωτάτης».
Τα αρχοντικά των Υδραίων, σημειώνει ο Δ. Κόκκινος, είχαν την μεγαλοπρέπειαν και τον εσωτερικόν πλούτον μεγάρων, η δε επίπλωσίς των ήρχετο από τους λιμένας της Ευρώπης: φτώχεια δεν υπήρχε εις την νήσον.
Πρόκειται ομολογουμένως για μια πραγματικά χρυσή εποχή, για μια εποχή που και ο τελευταίος ναύτης έχει την οικονομική δυνατότητα να χτίση «σπίτι τρίπατο», όπως γράφει ο Σπύρος Μελάς, και βάζει τα τάλαρα μέσα σε μεγάλα γυάλινα αγγεία για επίδειξη. Πρόκειται για τα πλούτη που σε λίγα χρόνια, μαζί με τα καράβια, μαζί με τις ψυχές και τις ζωές των αντρειωμένων νησιωτών, θα διατεθούν στη μεγάλη υπόθεσι του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος.
Ίσως οι φιλόπονοι και πανέξυπνοι καραβοκύρηδες των νησιών να μην γνώριζαν ότι, κατά τα χρόνια που σύναζαν τα πλούτη τους θα έφτιαχναν τα εμπορικά τους καράβια, κατά την εποχή αυτή θα της θείας δημιουργίας των, ύφαιναν συγχρόνως και τον αραχνοΰφαντο πέπλο της Ελευθερίας του Γένους.
Αυτά τα καράβια, αυτά τα πλούτη, αυτοί οι «ασήμαντοι» άνθρωποι, θ’ αποδείξουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο την αλήθεια των στίχων του μεγάλου μας Κωστή Παλαμά.
Των Εθνών η μεγαλωσύνη
δεν μετριέται με το στρέμμα
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται
και με αίμα.
Το μεγάλο ερώτημα όμως που αμέσως γεννιέται αυθόρμητα είναι τούτο: Πως, τόσοι λίγοι άνθρωποι – 30.000 περίπου ήταν ο συνολικός πληθυσμός των τριών νησιών όταν άρχισε η Επανάστασις – μπόρεσαν να προσφέρουν τόσα πολλά στην πατρίδα και στην ελευθερία της;
Που βρήκαν εκείνο το υπέροχο ηθικό μεγαλείο να θυσιάσουν τα πλούτη τους, την καλοπέρασί τους και την ζωή τους για το καλό της πατρίδος και μόνον, δεδομένου ότι η μεγάλη τους διοικητική αυτονομία τους επέτρεπε να ζουν ως «κράτος εν κράτη» τη στιγμή που η υπόλοιπος Ελλάδα στέναζε κάτω από το γιαταγάνι του Τούρκου κατακτητού;
Κατά την άποψή μας – πέρα από το πατριωτικό χρέος και την πατριωτική συνείδηση που υπήρχε πολύ ανεπτυγμένη στα νησιά μας – ένας άλλος σπουδαίος λόγος που τους οδήγησε σ’ αυτή την πράξη, ήταν το γεγονός ότι γαλουχηθέντες για πολλά χρόνια μέσα στο θερμοκήπιο της ανθρωπίνης συνεργασίας και αλληλεγγύης, απέκτησαν μια ανωτέρα ηθική αντίληψη για το Έθνος και την ελευθερία, αντίληψη που πήγαζε από την πεμπτουσία της μέχρι τότε ζωής τους, δηλ. από το αίσθημα της αγάπης και της ευθύνης απέναντι στον συνάνθρωπο και την πατρίδα. Πρόκειται κοντολογίς για το θεσμό των ναυτικών συνεταιρισμών που εδέσποσε ολοκλήρου της ζωής των νησιών και απετέλεσε το κρηπίδωμα, μαζί με την κοινοτική τους αυτονομία, της εθνικής συνοχής και της συνεργασίας και της αγάπης μεταξύ των κατοίκων.
Και μ’ αυτό ακριβώς το τελευταίο ασχολούμεθα τώρα.

Γ΄. Ο θεσμός των ναυτικών συνεταιρισμών στην Ύδρα, στις Σπέτσες και τα Ψαρά
Πρώτα θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο συνεταιρισμός, γενικά, είναι μια ανωτέρα μορφή κοινωνικοοικονομικής οργανώσεως που εκπληρώνει ένα βασικό προορισμό: συνενώνει τις ανθρώπινες και οικονομικές δυνατότητες, πράγμα που συντείνει στην πιο εύκολη και αποτελεσματική δραστηριότητα του ανθρώπου.
Αυτή την ανάγκη και αυτόν τον πόνο – για να μεταχειριστούμε την έκφραση του C. ZIND – θέλησαν να ξεπεράσουν και να απαλύνουν οι καραβοκύρηδες των νησιών μας. Δεδομένου ότι δεν διέθεταν, καθένας χωριστά, τα απαραίτητα κεφάλαια για την ναυπήγηση των πλοίων. Έτσι, βρήκαν μόνοι τους τον πιο κατάλληλο δρόμο για την ναυπήγηση αυτή και την άσκηση του σιτεμπορίου, και μ’ αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκαν στον άριστο κοινωνικό συνδυασμό, δηλαδή στην συνεργασία κεφαλαίου και εργασίας.
Μια αμυδρή εικόνα για το πώς δρούσαν οι συνεταιριζόμενοι συμπλοιοκτήτες της εποχής αυτής, μας δίνει ο Γάλλος FR. BONLANGER, ο οποίος γράφει σχετικά: «θα ήτο ανέφικτον να ναυπηγηθώσι τοσαύτα πλοία και να συσσωρευθώσι τοσαύτα πλούτη, εάν ούτοι επιχειρούν το παράτολμο τούτο έργον ατομικώς. Προς επιτυχίαν του σκοπού συνεταιρίσθησαν θαλασσινοί, ναυπηγοί, έμποροι ζωοτροφών. Τοιούτο τρόπο εις τον συνεταιρισμόν ανδρών πάσης τάξεως και παντός επαγγέλματος οφείλεται ο καταρτισμός της ναυτικής και εμπορικής εκείνης δυνάμεως, της οποίας η απίστευτος επιτυχία εξέπληξε τον κόσμον ολόκληρον. Το εις εφαρμογήν τεθέν σύστημα του συνεταιρισμού – συνεχίζει ο FR. BONLANGER – ήτο το ακολουθον: Εάν εις πλοίαρχος ή οιοσδήποτε άλλος ναυτικός είχε εις την διάθεσίν του κεφάλαιον πεντακοσίων ταλήρων, συνεκέντρωνε άλλους θαλασσινούς, ξυλουργούς, σχοινοποιούς, ξυλέμπορους και άλλους πολιτάς ναυπηγήσιμου υλικού. Εγένετο η των προς ναυπήγησιν υλικών εκτίμησις, και κατόπιν ήρχιζεν η κατασκευή του σκάφους υφ’ όλων των ετέρων, οι οποίοι εχρησιμοποιούντο αναλόγως της ειδικότητός των. Μετ’ ου πολύ ήτο έτοιμον προς απόπλουν».
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στο συνεταιριστικό πνεύμα των νησιών γράφει ότι εις την αναβίωσιν του Ελληνικού ναυτικού κατά τους χρόνους της δουλείας συνετέλεσε «προ πάντων η επιτηδιότης μεθ’ ης εφηρμόσθη το πνεύμα του ναυτικού συνεταιρισμού. Έκαστος ναύτης είχεν εταιρική μερίδα επί του πλοίου ή του φορτίου, γινόμενος δε ούτω συνέταιρος, είχεν ίδιον συμφέρον εις την επιτυχίαν της επιχειρήσεως και απέβαινε προσεχτικός άγρυπνος, οικονόμος, εξεταστικός. Προιόντος του χρόνου από αρίστου εκτελεστού των διτασσομένων προήγετο πολλάκις εις τάξιν άριστου Κυβερνήτου. Τα αποτελέσματα της αδελφικής ταύτης συμπράξεως του κεφαλαίου της εργασίας, της ευπορίας και της απορίας απέβησαν θαυμάσια».
Και ο Άγγλος ιστορικός Φ. Φίνλεϋ, γράφει σχετικώς: «Όλοι οι παράγοντες της επιχειρήσεως – ο πλοιοκτήτης, ο κεφαλαιούχος αγοραστής του φορτίου, πλοίαρχος και πλήρωμα – όλοι τους ήσαν συνέταιροι στην επιτυχία κάθε ταξιδιού, με ποσοστά καθορισμένα από πριν».
Θα αποφύγω να σας παραθέσω απόψεις πολλών συγγραφέων πάνω στο ζήτημα αυτό, για το οποίο άλλωστε δεν υπήρξε καμμιά αμφισβήτησης και ούτε μπορεί να υπάρξη, δεδομένου ότι υπάρχουν έγγραφα περί πωλήσεως μερίδος πλοίου και περί συστάσεως συμπλοιοκτησίας, με ημερομηνία π.χ. 1-9-1809 και 18-8-1795 αντιστοίχως. Πέρα από αυτά υπάρχουν διασωθέντα ναυτικά έθιμα των νησιών καθώς και αυτός ο ναυτεμπορικός νόμος της Ύδρας, με ημερομηνία 20-1-1803 από τα οποία προκύπτει αδιάσειστα η λειτουργία των ναυτικών συνεταιρισμών. Θα ήθελα όμως να σημειώσω εδώ και τις απόψεις του Γιάννη Βλαχογιάννη και του Σπύρου Μελά.
Ο πρώτος, αφού εγκωμιάζει τους ναυτικούς συνεταιρισμούς των νησιών γράφει ότι «ακόμη και οι υπηρέτριες των σπιτιών του πλοιάρχου και των εφοπλιστών» δίνανε από τις οικονομίες τους για τον σχηματισμό της «σερμαγιάς» δηλ. του συντροφικού κεφαλαίου με το οποίο θα αγοραζόταν το σιτάρι από την Ρωσία.
Ο δεύτερος, σημειώνει, ότι τόσο πολύ είχε ριζώσει ο συνεταιρισμός στα νησιά, ώστε «κανείς δεν βρισκόταν να ναυλώση το καράβι του και σ’ όλη την Ύδρα μέσα δεν ήταν ένας ναύτης μισθωτός. Ήταν όλοι έμποροι συντροφικοί».
Και τώρα ερχόμεθα εις το ζήτημα των μεριδίων και του τρόπου της διανομής των.
Σύμφωνα με στοιχεία που μας άφησε ο BONLANGER, τα κέρδη μετά την επιστροφή του πλοίου από το ταξίδι και μετά την προαφαίρεση της αξίας της τροφοδοσίας του πληρώματος, των λιμενικών και άλλων εξόδων, διανέμοντο εις εξήντα εννέα μερίδες ως εξής:
10 μερίδες για το πλοίο
10 μερίδες για τους ναυτοδανειστές
3 μερίδες για τον πλοίαρχο
2 μερίδες για τον γραμματικό (λογιστή)
2 μερίδες για τον μάγειρα
από 2 μερίδες στους δύο αρχιναύτες
από 1 μερίδα για τον κάθε ένα από τους 30 ναύτες
από 1½ μερίδες για τους καλύτερους τέσσερις ναύτες, πηδαλιούχους και από μισή μερίδα σε κάθε ένα από τα τέσσερα ναυτόπαιδα.
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία να τονισθή είναι ο αδελφικός, ειλικρινής και δίκαιος τρόπος της διανομής, η οποία κατά την περιγραφή του Γ. Ηλία Κριεζή εγένετο ως εξής: «Μετά την επιστροφήν του πλοίου εις την Ύδρα την προσεγγίζουσα Κυριακή είτε άλλην εορτάσιμον ημέραν, οι συμμέτοχοι αυτού και άπαν το πλήρωμα συναθροίζοντο μετά των γυναικών αυτών εις την οικίαν του πλοιάρχου, φέροντες μεθ’ εαυτών οι μεν άνδρες οίνον οι δε γυναίκες άρτον. Μετά οι μεν άνδρες απεσύροντο εις τινα γωνίαν της οικίας και καθήμενοι κατά γης εθεώρουν τους λογαριασμούς του πλοίου, αι δε γυναίκες μετά της οικοδεσποίνης ενησχολούντο εις την προπαρασκευήν του απλουστάτου συμποσίου».
Τα παραμυθένια κέρδη – σημειώνει ο Σπύρος Μελάς – μοιράζονται αδελφικά. Αν σ’ αυτήν την εικόνα προστεθεί και το γεγονός ότι στις μεταξύ των συναλλαγές επικρατούσε απόλυτη εμπιστοσύνη, χωρίς πολλές φορές να δίνονται αποδείξεις για τεράστια χρηματικά ποσά, γίνεται εύκολα αντιληπτό σε ποιο σημείο ηθικής και κοινωνικής ζωής είχαν φτάσει οι αγράμματοι καραβοκύρηδες. Ενώ σήμερα, εμείς οι γραμματιζούμενοι, θέλουμε συμβολαιογραφικά έγγραφα και συναλλαγματικές για ασήμαντα ποσά και κατεβαίνουμε σε καθημερινές απεργίες για να μας δοθή αυτό που είναι αναγκαίο για την ζωή μας. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό κάτω από αυτές τις συνθήκες, να μην υπάρχη όχι μόνο αγάπη και συνεργασία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά αντιθέτως συγκρούσεις και μίσος φρικτό.
Ίσως να ήταν σκόπιμο να σκεφθούμε μήπως θα έπρεπε να επανέλθουμε στα πρότυπα των αγράμματων καραβοκυραίων και να εγκαταλείψουμε την αρχή ο καθένας για τον εαυτό του, η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μας διαιρή και να χάνουμε την ανθρωπιά μας και το νόημα της ζωής, κυνηγώντας το κέρδος, το χρήμα, τον πλούτο. Τελικά, όμως, αυτή η ροπή έχει σαν συνέπεια την δημιουργία ψυχικής και κοινωνικής διάστασης μεταξύ εκείνων των ελαχίστων που κατορθώνουν να συγκεντρώσουν τον πλούτο και εκείνων που βρίσκονται στην ανάλογη και διαρκή προσπάθεια χωρίς όμως να φθάνουν στην υλοποίηση του ονείρου.
Απότοκο αυτού του φαινομένου είναι ίσως και η όλη οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση της χώρας μας, η οποία ενώ έχει πρωτοστατήσει στην δημιουργία των προηγμένων θεσμών της φιλελευθέρας οικονομίας, δηλ. των συνεργατικών εταιριών, απομακρύνθηκε εντελώς αδικαιολόγητα από αυτούς.
Τέλος τελειώνοντας το ζήτημα τούτο δηλαδή την ύπαρξη ναυτικών συνεταιρισμών στα τρία μας νησιά, θα ήθελα να πω μερικά πράγματα για τα πλοία και τον αριθμό των συνεταιρικών μερίδων. Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκα ο ίδιος, κατά την έναρξη της επαναστάσεως η Ύδρα είχε συνολικών 121 πλοία, συνολικής χωρητικότητος 21.719 τόννων, τα οποία ανήκαν εις τρακόσους τριάντα συμπλοιοκτήτες, το δε μερίδιο αυτών επί των πλοίων εκειμένετο μεταξύ του 1/4 και του 1/66. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι επί των 121 αυτών πλοίων, ως ιδιοκτήτες «κατά το όλον» φέρονται μόνον επτά Υδραίοι. Αυτό σημαίνει ότι τα υπόλοιπα 114 πλοία της Ύδρας ήταν συνεταιριστικά.
Επίσης, κατά την ίδια εποχή οι Σπέτσες διέθεταν 47 πλοία συνολικής χωριτικότητος 15.747 τόννων. Τα πλοία αυτά ανήκαν από κοινού εις 136 συνέταιρους – μεριδιούχους, ο δε αριθμός των πλοιοκτητών «κατά το όλον» ήταν επτά. Συνεπώς τα υπόλοιπα 40 πλοία των Σπετσών ετέλουν υπό το καθεστώς της συνεταιριστικής εκμεταλλεύσεως.
Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεσπόζουσα μορφή οικονομικής δράσεως στα νησιά μας αυτά ήταν η συνεταιριστική.

Δ΄. Η πολεμική και η οικονομική συμβολή της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών στην απελευθέρωση του Γένους.
Ως προς το σημείο τούτο θα πρέπει από την αρχή να τονισθή ότι επειδή το θέμα είναι τόσο μεγάλο και η επί του προκειμένου συμβολή των τριών νησιών μας τόση πολυδιάστατη, θα περιοριστούμε στα, κατά την γνώμη μας, σπουδαιότερα χαρακτηριστικά σημεία, από τα οποία θα αποδειχθη η καθοριστική συμβολή αυτών στην επιτυχή έκβαση του αγώνος της ανεξαρτησίας.
Και πρώτα θα πρέπει να πούμε ότι η ακατασίγαστος θέλησις του σκλαβωμένου Γένους για την ανάκτηση της ελευθερίας του δεν υπεχώρησε ποτέ και αρχίζει να εκδηλώνεται αμέσως μετά την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, αρχής γενομένης από την επανάσταση της Σπάρτης το 1463 με επακόλουθο μιας σειράς αλυσωτών εξεγέρσεων της Δήλου, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου, με αποκορύφωμα την εξέγερσιν των ηρωικών Ψαρών κατά το 1769. Έτσι λοιπόν, κάτω από την συνεχή προσπάθεια για την ανάκτηση της ελευθερίας, προσπάθεια η οποία όμως πνίγεται στο αίμα, ο Ελληνισμός βρίσκεται στα πρόθυρα της μεγάλης στιγμής της Ιστορίας του. Βρίσκεται στην μεγάλη στιγμή που η Φιλική Εταιρεία πιστεύει ότι ήρθε ο κατάλληλος χρόνος για το μεγάλο πήδημα προς την ελευθερία. Πολύ πριν, οι νησιώτες έχουν μυστικούς δεσμούς με αυτή και όπως αναφέρει ο ιστορικός Ι. Μελετόπουλος, ήδη από το 1818 οι επιφανέστεροι από αυτούς είχαν μυηθεί στην Εταιρεία.
Εν όψει της ενάρξεως της Επαναστάσεως και η Φιλική Εταιρεία και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εθεώρησαν απαραίτητο να έχουν την ενίσχυση και τις απόψεις των τριών νησιών. Έτσι, εις επιστολήν του με ημερομηνία 8.9.1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έκρουσε τα πατριωτικά αισθήματα των νησιωτών γράφοντας μεταξύ άλλων, ότι ορίσθησαν Έφοροι της Φιλικής Εταιρείας στα νησιά, ότι η μηχανή του μεγάλου έργου ετεχνουργήθη και ότι συνεπώς πρέπει ν’ αρχίσουν να εφοδιάζουν τα καράβια με πολεμικά εφόδια. Ένα μήνα αργότερα, δηλαδή στις 8.10.1820, απευθυνόμενος προς τον Έφορον της Φιλικής Εταιρείας στις Σπέτσες Γεώργιον Πάνου κατέληγε: «Το μόνον δε το οποίο ζητεί από την ευγένειά σας η Πατρίς είναι να αρματώσετε όσον το ογρηγορότερον όσα μπορέσετε καράβια και να τα έχετε έτοιμα, ώστε με πρώτον νεύμα να κινώνται δι’ όπου η ανάγκη το απαιτήση».
Πέρα από τις επιστολές – και άλλες πολλές – η τεράστια σημασία του στόλου για την έναρξη της επαναστάσεως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δύο μήνες σχεδόν προ της ενάρξεώς της, δηλ. το Φεβρουάριο του 1821, οι πρόκριτοι και οι επίσκοποι Βοστίτσης (Αιγίου) που είχαν συγκεντρωθεί για να πάρουν σχετικές αποφάσεις, προ πάσης ενεργείας και αποφάσεως εθεώρησαν αναγκαίο να στείλουν απεσταλμένους στα τρία νησιά να «αποκτηθή βεβαιότης περί της υπάρξεως ή μη πολιτικού τινός και στρατιωτικού στηρίγματος της επικειμένης επαναστάσεως και αναβληθή πάσα απόφασις μέχρι της επιστροφής και απαντήσεως αυτών».
Δεν υπάρχει καμμία ιστορική αμφιβολία ότι οι παράγοντες του Αγώνος έδιναν πρωταρχική σημασία στη συμμετοχή του στόλου. Από το εάν και κατά πόσον θα βοηθούσε ο στόλος των τριών νησιών την επανάσταση, θα εξαρτάτο και ο χρόνος αυτής και ενδεχομένως αυτή η ίδια ή ύπαρξίς της. Και όταν πια τα νησιά συνεφώνησαν να διαθέσουν και το στόλο και τα πλούτη τους, τότε και μόνον η Επανάστασις έγινε πραγματικότητα και τότε και μόνον στα όνειρα του Ελληνισμού άρχισαν να μπαίνουν στο δρόμο του δυνατού. Η αυλαία λοιπόν της ιστορίας σύρεται και ο αγώνας αρχίζει σκληρός και αδυσώπητος.
Τα Ψαρά πρώτα σηκώνουν τη σημαία της Επαναστάσεως. Πρώτα σπεύδουν σε βοήθεια των επαναστατημένων Ελλήνων. Στις πρώτες ημέρες τα πράγματα δεν πάνε καλά στην Πελοπόννησο. Τα κάστρα της πολιορκούνται από τους Τούρκους και η μεγάλη υπόθεσις της ελευθερίας κινδυνεύει στη γέννεσή της. Οι Πελοποννήσιοι, το μόνο που σκέπτονται είναι η βοήθεια του στόλου. Γράφουν λοιπόν στους Σπετσιώτες: «Όλη η ελπίς ήταν εις την γενναιότητα και μεγαλοψυχίαν των Υδροσπετσιωτών . Αν δεν ταχύνετε τον ερχομό σας, και πηγαίνει το πράγμα εις μάκρος, ημπορεί να μας λείψη και ημάς το θάρρος, και πλέον νεκρώνει το πράγμα, και φαίνεται ότι είσθε οι αίτιοι του Γένους και όψεσθε».
Η προειδοποίησις λοιπόν του επαναστατημένου Έθνους είναι σαφέστατη. Η ιστορική ευθύνη των νησιών είναι κολοσσιαία. Το έθνος μετακύλυσε το μεγάλο χρέος και τη μεγάλη τιμή στους ώμους του νησιωτικού στόλου. Ο παλμογράφος της ιστορίας περιμένει να καταγράψη τους πατριωτικούς κραδασμούς των καραβοκυραίων, γιατί, τελικά, από την ένταση και το βάθος των κραδασμών αυτών θα καθορισθή η περαιτέρω τύχη της Επαναστάσεως και η αναγέννησις της Ελλάδος.
Η επαναστατημένη Ελλάδα μέσα εις την ασέληνο νύκτα της δουλείας περίμενε με κομμένη την ανάσα, την εμφάνιση του στόλου, ο οποίος ως διάττων αστέρας επρόκειτο να καταγράψη την ανεξίτηλη τροχιά του στο πάνθεον των πιο λαμπρών στιγμών του Ελληνισμού και της ιστορίας του.
Αυτό προκύπτει από εκατοντάδες επιστολές των παραγόντων της Επαναστάσεως προς τους νησιώτες. Αυτό προκύπτει από τα τεράστια πλούτη που διέθεταν τα νησιά για τον Αγώνα, τον οποίον, στην θάλασσα μόνα αυτά, με δικούς τους άνδρες, με δικά τους χρήματα, με δικά τους καράβια κράτησαν τα πρώτα χρόνια.
Εδώ, έχουμε το σπάνιο ιστορικό φαινόμενο να υποκαθιστά τον κρατικό στόλο, ένας στόλος ιδιωτικός, ένας στόλος που έγινε σιγά, σιγά, από μια χούφτα ανθρώπους χάριν του συνεταιρισμού. Αυτός λοιπόν ο ιδιωτικός στόλος έγινε το φόβητρο των Τούρκων και αυτός ο στόλος όργωσε τα πελάγη, από το Κρητικό μέχρι το θρακικό και από το Ιόνιο μέχρι το Αιγαίο. Είναι ο στόλος που υπήρξε η γλυκιά απαντοχή του χειμαζομένου και πληγωμένου Έθνους, είναι ο στόλος που όταν έλειπε άρχισε να καταρρέει το ηθικό των αγωνιζομένων Ελλήνων.
Σαν παράδειγμα γι’ αυτό το τελευταίο αναφέρουμε την είδησιν της καταστροφής των θρυλικών Ψαρών, τον Ιούνιο του 1824.
Όταν λοιπόν έπεσαν τα Ψαρά, στο άκουσμα των οποίων οι τουρκικές ναυαρχίδες εκλείνοντο πανικόβλητες στα στενά, ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την επίδραση ισχυρού ψυχολογικού σεισμού. Γράμματα, απ’ όλη την Ελλάδα, διεκτραγωδούν τη φρικτή θέση στην οποία βρίσκονται τώρα οι επαναστατημένοι Έλληνες. Τα μηνύματα της ηττοπαθείας αρχίζουν να εκδηλώνονται και να γίνεται λόγος για θανατηφόρο είδηση, ενώ η προσωρινή Διοίκηση, με κάποια προσπάθεια να μη μεταδοθή ο πανικός, γράφει: Το κακόν τούτο πόσο δεινόν είναι το αισθάνεται έκαστος. Ο Ναύαρχος Κωνσταντίνος Νικοδήμος, σημειώνει: «Και οι εκ φήμης ακούσαντες Αιγαιοπελαγίται την πτώσιν των Ψαρών και μη ιδόντες τους διασκορπισθέντες Ψαριανούς απεφάσισαν και αυτοί να προσκυνήσουν. Η είδησις της καταστροφής κατακεραύνωσε το Έθνος και την Διοίκησιν».
Ελλείψει χώρου σημειώνω συνοπτικά τα εξής πολεμικά γεγονότα:
Α. Ο αριθμός των πλοίων των τριών νησιών που πήραν μέρος στον αγώνα ήταν περίπου 140, το δε πλήρωμα του κάθε πλοίου εκυμαίνετο μεταξύ 100 – 120 ανδρών, ενώ η κίνησις του στόλου ήταν περιοδική. Αντιθέτως, τα τουρκικά πλοία ήταν καλύτερα εξοπλισμένα και μεγαλύτερα, δεδομένου ότι τα πληρώματά τους εκυμαίνοντο μεταξύ 700 – 800 ανδρών.
Όπως σημειώνει ο Δ. Αινιάν: «Τα ελληνικά πλοιάρια ήτο πεντάκις κατώτερα των τουρκικών, τα δε πληρώματα δεκαπλασίως κατώτερα των τουρκικών».
Β. Τα θρυλικά πυρπολικά των νησιωτών έγινα ο τρόμος και το άγχος του τουρκικού ναυτικού, το οποίο διαρκώς κατεδιώκετο και εκαίγετο από αυτά.
Γ. Οι εκστρατείες που πραγματοποιήθηκαν από τους στόλους της Ύδρας και των Σπετσών έφθασαν τις 85 τα συνολικώς κινηθέντα πολεμικά πλοία της Ύδρας έφθασαν τα 502 και τα πυρπολικά 160 (με την παρατήρηση εδώ ότι ένα πολεμικό ή ένα πυρπολικό πραγματοποίησε περισσότερο από μια εκστρατεία). Στις εκστρατείες του σπετσιώτικού στόλου πήραν μέρος 26 πολεμικά και 52 πυρπολικά (με την παρατήρηση ότι κάθε ένα από αυτά πραγματοποίησε περισσότερες από μια): Τα Ψαρά εκίνησαν 38 πολεμικά και 13 πυρπολικά. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολεμικές αυτές εκστρατείες πραγματοποιήθηκαν με έξοδα αυτών των νησιών οι προύχοντες και ο Λαός των οποίων αναλάμβανε την πληρωμή.
Δ. Τα χρηματικά ποσά τα οποία διετέθησαν από τα τρία νησιά με τα οποία κινήθηκε ο στόλος, μέχρι της συνάψεως του δανείου από το Λονδίνο, δηλαδή μέχρι το 1824, ήταν τόσα πολλά, ώστε κατά τους Κ. Παπαρρηγόπουλο και Α. Ανδρεάδη, το σύνολο των χρηματικών εισφορών της όλης Ελλάδος ολίγον υπερβαίνει τα όσα διετέθησαν υπό των τριών νήσων. Κατά την αναγωγή που έκανε ο Αντώνιος Λιγνός το 1953, οι απαιτήσεις των τριών νησιών έφθαναν στο ποσό των 180 εκατ. δραχμών.
Μας είναι χρονικά αδύνατον να πούμε οτιδήποτε άλλο για τα ιστορικά ντοκουμέντα που υπάρχουν και που αποδεικνύουν αναμφισβήτητα και πανηγυρικά το γεγονός της καθοριστικής συμβολής των τριών νήσων και των συνεταιριστικών τους πλοίων στην ανεξαρτησία της Ελλάδος. Η αλήθεια αυτή πολλές φορές αναγνωρίστηκε μέσα από στην Βουλή και έξω από αυτήν.
Καταλήγοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος ο Ιωάννης Καποδίστριας, μετά από τις περίλαμπρες νίκες του νησιωτικού στόλου, κατά τους τελευταίους μήνες του άνισου αγώνος, ο οποίος έτεινε ήδη να πραγματώση το όνειρο της ελευθερίας, έγραφε στον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, ότι η κατάληψις του φρουρίου της Ναυπάκτου και η κατ’ αποτέλεσμα παράδοσις των Τούρκων στο ένδοξο Μεσολόγγι, (17-4 και 3.5.1829 αντιστοίχως) γεννά αισθήματα ευγνωμοσύνης του Έθνους την οποίαν ο ίδιος δια των χειρών του θα έδινε σ’ αυτόν.
Η υπόσχεσις αυτή του Καποδίστρια επισφραγίζει την ομόθυμη αναγνώριση της ανυπολογίστου συμβολής του στόλου και των ναυμάχων των τριών νησιών μας στον αγώνα, και το Ελληνικό Κράτος πλέον με αυτόν τον επίσημο εκπρόσωπό του δίνη την υπόσχεση της απονομής του επάθλου της ευγνωμοσύνης του Έθνους προς τον αστραποβόλο Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη.
Για πρώτη ίσως φορά, η ιστορία και οι ιστορικοί συμφωνούν ομόθυμα και απόλυτα στο γεγονός της μεγάλης συμβολής του στόλου των τριών νησιών στην επιτυχή έκβαση της Εθνεγερσίας του ’21. Έτσι, αποφεύγοντας να πούμε τι έγραψε ο καθένας, αρκούμεθα στην αναφορά του ονόματος μερικών ιστορικών, οι οποίοι υπογραμμίζουν αυτή την αλήθεια: Κ. Παπαρρηγόπουλος, Δ. Κόκκινος, Σ. Τρικούπης, Ε. Πρωτοψάλτης, Σ. Μελάς, Κ. Αλεξανδρής, Γ. Φιλάρετος, Αντώνιος Μιαούλης, Π. Καρολίδης, Γ. Γεωργακόπουλος, Κ. Νικοδήμος, Κ. Μένδελσων, Γ. Κριεζής, Α. Ορλάνδος, Α. Λιγνός και πολλοί άλλοι. Όλοι, με την ίδια σχεδόν επωδό. Τα πλοία έσωσαν την Ελλάδα. Όσο για την δική μας γνώμη αρκούμεθα να επαναλάβουμε αυτό που είπε ο Τσώρτσιλ για την σημασία της R.A.F στο Β΄. παγκόσμιο πόλεμο. «Ουδέποτε τόσοι πολλοί, οφείλουν τόσα πολλά σε τόσους λίγους».
Πράγματι ολόκληρη η Ελλάδα χρωστά την ελευθερία της σε μια χούφτα ανθρώπους, στους απλούς καραβοκύρηδες, σ’ αυτούς που με τον συνεταιρισμό τους έσωσαν της Ελλάδα, γιατί χωρίς αυτούς είναι πολύ αμφίβολη και η έναρξη, και η επιτυχία του αγώνος. Μ’ αυτή την έννοια πιστεύουμε ότι το χρέος της Ελλάδος προς αυτούς είναι ακόμη ανεξόφλητο. Τουλάχιστον ας στηθή το μνημείο του συνεταιρισμού σ’ ένα από αυτά τα νησιά για να μας θυμίζη τι μπορούν να κάνουν οι Έλληνες με τη συνεργασία και την Εθνική ομοψυχία, η οποία ετούτα τα χρόνια της αφάτου παρακμής και κομματοκρατίας έχασε κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο
Αλλά και μόνο περιφέρεται εντελώς μηχανικά και υποκριτικά από τα χείλη της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας στις εθνικές μας επετείους έως ότου καταργήσουν και αυτές ή τις αφυδατώσουν από το ουσιαστικό τους εθνικό περιεχόμενο και μήνυμα.
Εν κατακλείδι δεν θα ήταν άσκοπο να σημειωθή ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια το συνεταιριστικό κίνημα της Ελλάδος, το οποίο υπήρξε οικονομική και πολιτιστική κατάκτηση του αστικού κόσμου (αρχής γενομένης με τον «περί Συνεταιρισμών» νόμο 602 / 1914) κατεδαφίστηκε από τα σοσιαλιστικά πειράματα στο όνομα της κομματοκρατίας. Διασκόρπισαν οι φαύλοι μετά πολλής ακηδείας ό,τι μετά τόσου μόχθου έχτισε η ελληνική αγροτιά στο διάβα του χρόνου. Πρόκειται για απότοκο φαινόμενο της γενικής αποσυνθέσεως της χώρας από τους ίδιους ανεύθυνους κυβερνήτες με την αγαστή συνεργασία και στήριξη και της δήθεν αντιπολιτεύσεως εν τω συνόλω της – οι οποίοι μετέτρεψαν τον υπερήφανο Έλληνα αγρότη σε επαίτη των Ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων.
Αυτός ο κόσμος της εθνοκτόνου φαυλότητος δεν φεύγει με την ψήφο, η οποία ανακυκλώνεται και τους αναπαράγει. Αυτός ο κόσμος μπορεί να ανατραπεί μόνο με μια νέα 25η Μαρτίου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Περισσότερα στοιχεία για το θέμα μπορεί να δει ο ενδιαφερόμενος στην ομότιτλη ογκώδη εργασία μου, η οποία τιμήθηκε με χρηματικό έπαθλο από την Ακαδημία Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ BLOG ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΖΕΤΕ ΟΤΙ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΘΕΛΕΤΕ ΑΡΚΕΙ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΥΒΡΙΣΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ.