nocopy

"Ζωή δεν είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι πάλι
ζωή είναι να σαι ξύπνιος όταν κοιμούνται οι άλλοι''

Πρός γνώση καί συμμόρφωση του κάθε αρμοδίου......

''ΑΝ ΔΙΧΩΣ ΣΚΕΨΗ ΕΝΕΡΓΕΙΣ, ΟΛΟ ΑΣΤΟΧΕΣ ΜΑΖΕΥΕΙΣ , ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙΣ ''

ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΙΜΙΟΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙΝ ΠΑΤΡΙΣ ΚΑΙ ΣΕΜΝΟΤΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΤΕΡΟΝ ΚΑΙ ΕΝ ΜΕΙΖΟΝΙ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΘΕΟΙΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΤΟΙΣ ΝΟΥΝ ΕΧΟΥΣΙ. [ΣΩΚΡΑΤΗΣ]

Διαβάστε σήμερα

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Αποτελεί άραγε σύμπτωση, η σύμπτωση τόσων συμπτώσεων;

131 Αποτελεί άραγε σύμπτωση, η σύμπτωση τόσων συμπτώσεων;
Μιχάλης Γουνελάς
Δεν γνωρίζουμε αν η απόσταση των τριών μηνών από την πραξικοπηματική αντικατάσταση ολόκληρης της ηγεσίας των Ενόπλων μας Δυνάμεων είναι επαρκής για να κατασιγάσει την αγανάκτησή μας και να μας επιτρέψει να αξιολογήσουμε το γεγονός με νηφαλιότητα. Η αντικατάσταση αυτή καθ΄ εαυτή δεν θα μας προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση αν σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα, τη σπουδή και τον τρόπο με τον οποίο συντελέσθηκε, δεν μας δημιουργούσε ερωτηματικά σχετικά με τους λόγους και τις απώτερες προθέσεις εκείνων που την αποφάσισαν.
Ο βασικός – όχι όμως και ο μοναδικός – λόγος  της αντικατάστασης της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν η άρνησή της στην επιχειρούμενη αλλαγή της δομής των ΕΔ.
Η φύση της οργανωτικής δομής οιουδήποτε οργανισμού έχει άμεση σχέση με τον βαθμό της αποτελεσματικότητάς του στην εκπλήρωση του σκοπού ύπαρξής του. Κατά μείζονα λόγο τούτο ισχύει για την περίπτωση των ΕΔ, λόγω της σύνθετης και εκ των πραγμάτων περίπλοκης οργανωτικής τους δομής,  η οποία επαυξάνει αντικειμενικά το φαινόμενο εκείνο το οποίο  ο von Clausewitz ονομάζει “ τριβή ” ( friction ) και είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τον πόλεμο. Τον παράγοντα δηλαδή εκείνον στον οποίο κατά ένα σημαντικό μέρος οφείλεται
η εκτροπή της εξέλιξης των πολεμικών επιχειρήσεων από την αρχική σχεδίαση.
Η αρνητική επίδραση του παράγοντα της “ τριβής ” στην εξέλιξη των επιχειρήσεων ελαττούται σε βαθμό ανάλογο του βαθμού της αρμονίας και της ενίσχυσης της διαδραστικότητας μεταξύ των αντικειμενικών σκοπών, των διαθεσίμων μέσων και της σχεδίασης που είναι δυνατόν να εξασφαλίσει η προσήκουσα οργανωτική δομή των ΕΔ. Επιπροσθέτως η φύση της οργάνωσης είναι εκείνη η οποία θα ενισχύσει το απαραίτητο υπόβαθρο για την κατά τρόπο αρμονικό συνεργατική  λειτουργία και των τριών επιπέδων σχεδίασης και διεξαγωγής του πολέμου, του τακτικού, του επιχειρησιακού και του στρατιωτικού στρατηγικού. Μέσω της λειτουργίας αυτής θα καταστεί δυνατός ο έλεγχος ώστε οι πολεμικές προσπάθειες, ιδιαίτερα στο τακτικό επίπεδο  όπου το τίμημα της επιτυχίας είναι κατ΄ εξοχήν υψηλό σε  αίμα, να μην υστερούν, ούτε όμως και να σπαταλώνται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Και μέσω αυτής επίσης της λειτουργίας οι προσπάθειες στο τακτικό επίπεδο θα καταστεί δυνατόν τελικά να συγκλίνουν και να μετουσιωθούν σε αντικειμενικούς σκοπούς της στρατιωτικής στρατηγικής, δύο επίπεδα ψηλότερα.
Επομένως η οιαδήποτε μεταβολή της δομής των ΕΔ λόγω των σοβαρών δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει στο αξιόμαχό τους, πρέπει να είναι προϊόν ορθολογιστικής και εμπεριστατωμένης συλλογικής επιτελικής δράσης, ώστε να καταστεί η οργανωτική δομή ικανή να υποστηρίξει με αποτελεσματικότητα την ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος, η οποία να ανταποκρίνεται στην εκτιμώμενη φύση και ένταση των δυνατών απειλών.
Σε πείσμα όμως των ανωτέρω η πολιτική ηγεσία προσπάθησε αυθαίρετα να προωθήσει και να επιβάλλει έτοιμο σχέδιο μεταβολής της υφισταμένης δομής, εξωθεσμικά κατηρτισμένο.
Καθώς ο καθ΄ ύλην αρμόδιος υπουργός προέρχεται από χώρο του δημοσίου τομέα, ο οποίος καθ΄ ομολογία των λειτουργών του “ έχει πιθανόν  διαβρωθεί από ξένα συμφέροντα και Υπηρεσίες και κοινολογεί την ασκούμενη διπλωματία σε επιλεγμένες ξένες πρεσβείες ”, εύλογα αναρωτιέται και ο πλέον καλόπιστος, ποιοί ενεπνεύσθησαν, ποιοί κατήρτησαν, ποιες ήσαν οι προθέσεις τους  και ποια η σκοπιμότητα της επιχειρηθείσης αλλαγής της δομής των ΕΔ;
Προς επίρρωση των περί διάβρωσης παραθέτουμε απόσπασμα καταγγελίας της Ένωσης των Ελλήνων Διπλωματικών Υπαλλήλων τον Μάρτιο του 2010 και συνέντευξης στο περιοδικό “ Επίκαιρα ” του προέδρου της Ένωσης πρέσβη κυρίου Θεόδωρου Δασκαρόλη τον Μάϊο του 2011.
“ Η εκπροσώπηση της χώρας στο εξωτερικό αποσπάται συνεπώς από τα χέρια των υψηλής ειδίκευσης δημόσιων λειτουργών, που είναι οι Έλληνες διπλωμάτες. Αντιθέτως, παραδίδεται βορά σε αμφίβολης προελεύσεως χρυσοκάνθαρους ιδιώτες, σε κομματικούς συμβούλους και παρατρεχάμενους, η πιθανή διάβρωση των οποίων από ξένα συμφέροντα και Υπηρεσίες είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού.”
“ H ασκούμενη διπλωματία από κυβερνητικούς παράγοντες, φαίνεται να τηρείται μεν μυστική από τους θεσμικούς της λειτουργούς, τους διπλωμάτες, και την κοινή γνώμη, να κοινολογείται δε, ως άμεση προτεραιότητα σε επιλεγμένες ξένες Πρεσβείες.”
“ Η κυβέρνηση, με μοχλό τον οικονομικό στραγγαλισμό μας, μας αντιμετωπίζει σαν ενοχλητικό βάρος, κατά το ίδιο μέτρο που το πολιτικό σύστημα ευτέλισε κάθε αξία και παραγωγική δραστηριότητα, τα τελευταία χρόνια.”
Το ερώτημα γιατί οι καταγγελίες αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την έναρξη των περικοπών μισθών, επιδομάτων, αποζημιώσεων κλπ, είναι εύλογο, όπως εύλογη είναι και η αμφισβήτηση  για το  αν τα πάντα προ αυτής έβαιναν καλώς.
Καθώς όμως δεν εμπίπτει στο θέμα μας η εξιχνίαση των προθέσεων των καταγγελλόντων, ας εστιάσουμε την προσοχή μας στην καταγγελλομένη κατάσταση, γιατί στην περίπτωση κατά την οποία οι καταγγελίες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα νομιμοποιούμεθα να συμπεράνουμε ότι, ο θεσμικός φορέας δια του οποίου η πατρίδα μας ασκεί την εξωτερική της πολιτική είναι πλήρως αποδομημένος.
Πως πρόκειται δηλαδή περί ενός  χώρου,  ο οποίος όχι μόνο δεν παράγει το αποτέλεσμα – την εξωτερική πολιτική εν προκειμένω –για το οποίο είναι θεσμικά προορισμένος, αλλά αντιθέτως νομιμοποιεί την εξωτερική πολιτική που παράγεται από εξωθεσμικούς “ αμφίβολης προελεύσεως και πιθανώς διαβρωμένους από ξένα συμφέροντα και Υπηρεσίες” παράγοντες, για να χρησιμοποιήσουμε τη φρασεολογία των ίδιων των διπλωματών λειτουργών του.
Από αυτόν λοιπόν τον αποδομημένο και διαβρωμένο χώρο απεφάσισε ο προηγούμενος πρωθυπουργός να επιλέξει τον υπουργό της εθνικής μας άμυνας, τον κύριο Πάνο Μπεγλίτη, ο οποίος σε κάποια στιγμή και ενώ στους κόλπους του είχε εκτραφεί και σε αυτόν ανήκε τον εγκατέλειψε για να συνταχθεί – ως “ ταξικός αποστάτης ” -  με τους αποδομητές του, νομιμοποιώντας έτσι – στον βαθμό βεβαίως που το πολιτικό του “ ανάστημά ” το επέτρεπε – και την αποδόμησή του.
Αποκαλώντας τους αποστράτους αξιωματικούς “ ψευτοπατριώτες ” ( στις 3/1/2012 στην πρωινή εκπομπή του κυρίου Παπαδάκη ) , κατ΄ επέκταση δε και τους εν ενεργεία, απέδειξε ο κύριος Μπεγλίτης δύο πράγματα : την ακαταλληλότητα του για να ηγηθεί του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και τη σύγχυση του σχετικά με την έννοια του πατριωτισμού, όπου ως φαίνεται εξομοιώνει τον ενδοτισμό για την προσωπική ανέλιξη με την αυταπάρνηση. Αυταπάρνηση με την κυριολεκτική έννοια του όρου,  η οποία στην περίπτωση των στελεχών των ΕΔ εκφράζεται με την εθελοντική επιλογή της ταύτισης του πατριωτισμού και του χρέους προς την πατρίδα με την έκθεση μιας ολόκληρης ζωής σε κακουχίες και υλικές στερήσεις και με τη θυσία ακόμα και αυτής της ίδιας της ζωής τους, σε αντίθεση με τον χώρο τον οποίο αρχικά επέλεξε ο κύριος Μπεγλίτης, του οποίου αν και δεν υποτιμούμε την εθνική συμβολή σημειώνουμε εν τούτοις ότι η εκπλήρωση του καθήκοντος συνδυάζεται με απλόχερες  κρατικές παροχές.
Ως απόλυτος μονάρχης παρελθουσών εποχών και χωρίς όχι μόνο τη συναίσθηση της ανάγκης αλλά και της υποχρέωσής του να διαβουλευθεί με τους αρμοδίους και τους ειδικούς, όπως επέβαλε  η υψηλή εξειδίκευση και η πολυπλοκότητα του θέματος, ουσιαστικά εξήγγειλε ερήμην τους την εν μια νυκτί μεταβολή του εθνικού μας αμυντικού δόγματος.
Επειδή όμως η εξαγγελία της αλλαγής του εθνικού δόγματος δεν αρκούσε αφ΄ εαυτής να παράξει τα επιθυμητά αποτελέσματα, απεφάσισε ο κύριος Μπεγλίτης δύο περίπου χρόνια αργότερα να ενδυθεί τη στολή του αρχιστρατήγου για να αποδομήσει και τον χώρο της εθνικής άμυνας, του οποίου πλέον προΐστατο ως υπουργός.
Είναι γεγονός ότι από την έναρξη της οικονομικής κρίσης η ανάγκη αναδιοργάνωσης των ΕΔ ανεδύετο ως η μοναδική λύση για τη μείωση στο ελάχιστο δυνατόν της αποτρεπτικής τους ισχύος σε βάθος χρόνου.
Η Ελλάδα δυστυχώς βρίσκεται σε μια γωνιά της Μεσογείου, όπου η κυριαρχία της αμφισβητείται όχι μόνο από εξωτερικούς επιβουλείς αλλά ακόμα και από θεσμικούς παράγοντες στο εσωτερικό της, όπως θα δούμε στη συνέχεια που θα παραθέσουμε δημόσιες δηλώσεις των κυρίων, Παπανδρέου και Μπεγλίτη. Σε ένα χώρο στον οποίο η σύγχρονη ανάπτυξη δύο ομόρων και ανεξαρτήτων εθνικών οντοτήτων απεδείχθη στην πορεία του χρόνου ότι δεν είναι δυνατή. Κατά μείζονα μάλιστα λόγο όταν τις δύο αυτές οντότητες χωρίζουν λόγοι ιστορικοί, όπως είναι η αντιπαλότητα η οποία διαρκεί επί χίλια περίπου  χρόνια και λόγοι γεωστρατηγικοί, όπως είναι το υψίστης στρατηγικής και οικονομικής σημασίας Αιγαίο Πέλαγος, το οποίο αρκετοί αφελείς θεωρούν και ολίγοι ετερόδουλοι σκόπιμα προβάλλουν, ως τη θάλασσα  που ενώνει τους δύο λαούς.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο στρατηγικός συσχετισμός προβλέπεται να βαίνει επιδεινούμενος για την Ελλάδα  με την πάροδο του χρόνου. Στη σημερινή  Ελλάδα η οποία βιώνει το φάσμα της οικονομικής κατάρρευσης, φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί ακόμα και η θέληση για τη διεκδίκηση της συνέχισης της ύπαρξής της. Αντιθέτως η γείτων και σύμμαχος μας εκείθεν του Αιγαίου – με την οποία ο Παναγιώτης Κονδύλης θεωρούσε προ δέκα και πλέον ετών ότι η ένοπλη αναμέτρηση ήταν ιστορικά αναπόφευκτη – αναπτύσσεται οικονομικά με ρυθμούς που ούτε η ίδια θα μπορούσε να διανοηθεί μερικά χρόνια πριν.
Η Τουρκία έχει ήδη παγιώσει τη θέση της στους G20, πλασάρεται ως ο επικρατέστερος  ηγέτης του ισλαμικού κόσμου και αναλαμβάνει ανάλογες διεθνείς πολιτικές πρωτοβουλίες που επαυξάνουν το κύρος της,  έχει δε σε γενικές γραμμές βλέψεις που παραπέμπουν στην αναβίωση της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με γνώμονα λοιπόν τον επιδεινούμενο σε βάρος μας  συσχετισμό με την πάροδο του χρόνου ευνόητο είναι ότι κάθε οργανωτική προσπάθεια στον χώρο των ΕΔ πρέπει να κατατείνει στη συστηματική και βέλτιστη εκμετάλλευση των διαθεσίμων και δυστυχώς εν ανεπαρκεία μέσων και πόρων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το παραγόμενο αποτέλεσμα να είναι το μέγιστο δυνατόν.
Αντ΄ αυτού όμως η επί μακρόν κυοφορούμενη αναδιοργάνωση έτεκε το έκτρωμα το οποίο εισήγαγε και προσπάθησε να επιβάλλει στους αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων ο κύριος Μπεγλίτης στις 17 Οκτωβρίου. Η εισήγηση του, αν γινόταν αποδεκτή θα οδηγούσε στην πλήρη -  στην κυριολεξία – αδυναμία δράσης των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Η σπουδή με την οποία επιχειρήθηκε να επιβληθεί και ιδιαίτερα ο τρόπος που μεθοδεύθηκε, χωρίς καν τον υποτυπώδη έλεγχο της αξιοπιστίας της στο πλαίσιο κάποιου πολεμικού παιγνίου έστω, ερήμην των θεσμοθετημένων οργάνων και χωρίς την ανάλογη προσαρμογή της πολιτικής εθνικής άμυνας της χώρας και της εθνικής στρατιωτικής στρατηγικής, θα άφηνε ένα τεράστιο οργανωτικό και δογματικό κενό, το οποίο οι Ένοπλες Δυνάμεις θα αδυνατούσαν για λόγους συστημικούς και δομικούς να καλύψουν για να αντιδράσουν προσηκόντως αν προέκυπτε ανάγκη.
Απέβλεπε άραγε η επιχειρούμενη αναδιοργάνωση στην εξοικονόμηση πόρων λόγω της οικονομικής κρίσης ή μήπως χρησιμοποιήθηκε η τελευταία ως άλλοθι, προκειμένου να συνεχισθεί η δράση της εξωθεσμικής εκείνης ομάδας,  με την οποία είχε συνταχθεί και ο κύριος Μπεγλίτης και χάριν της οποίας ανελίχθη πολιτικά, η οποία την περίοδο 2000 έως 2004 ήλεγχε το Υπουργείο των Εξωτερικών και σήμερα ηγείται της χώρας; Πρόκειται για την ομάδα εκείνη η οποία υπό τον Γιώργο Παπανδρέου ξεκίνησε το 2000 μυστικές διαβουλεύσεις για το Αιγαίο, οι οποίες δεν γνωρίζουμε ακόμα πόσο ακριβά θα μας κοστίσουν στο μέλλον. Το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούμε με ακρίβεια να συμπεράνουμε από την ακόλουθη δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου στη βορειοαμερικανική επιθεώρηση “Πατρίδες” το 1999, όταν ακόμα ήταν Υπουργός Εξωτερικών:
“Προσωπικά πιστεύω ότι είναι καλύτερα να έχουμε μερικά στρέμματα γης λιγότερα από εκείνα που μας ανήκουν, και να κοιμόμαστε τα βράδια ήσυχοι και ασφαλείς, παρά να έχουμε ότι μας ανήκει και να μην μπορούμε να κλείσουμε μάτι από τον κίνδυνο κάποιας ξαφνικής επίθεσης κακόβουλων γειτόνων εναντίον μας”.
Συνεπής προς τις αρχές αυτές και ο κύριος Μπεγλίτης δέκα χρόνια αργότερα και σχεδόν συγχρόνως με την ανάληψη των καθηκόντων του, ως αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας, έσπευσε να δηλώσει δημοσίως συντονισμένος στο μήκος κύματος του αρχηγού του  σε τηλεοπτική εκπομπή ότι “ο παιδευτικός ρόλος του πολιτικού περιλαμβάνει την ανάγκη εμπέδωσης από τον Έλληνα των λόγων για τους οποίους πρέπει να «δορυφοροποιηθεί» η χώρα. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, για αντικειμενικούς λόγους (δημογραφικούς, μεγέθους, κτλ.) η Τουρκία είναι μία σημαντική περιφερειακή δύναμη και εμείς πρέπει να αναπροσαρμόσουμε την πολιτική μας ”.
Με αυτή του την δήλωση ο κύριος Μπεγλίτης ακύρωσε τους αγώνες και τις θυσίες του λαού μας από την αποτίναξη του μακροχρόνιου τουρκικού  ζυγού μέχρι σήμερα και απεφάνθη αυτός – από πού αντλώντας άραγε αυτό το δικαίωμα ; – ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει την ιστορική της διαδρομή ως ανεξάρτητο εθνικό κράτος, αλλά ότι πρέπει από τούδε και στο εξής να καταστεί δορυφόρος της Τουρκίας, για λόγους που, είτε εφευρίσκονται για να εξυπηρετήσουν εθνικά μειοδοτικές μεθοδεύσεις, είτε επιβάλλονται, στην αθωώτερη των περιπτώσεων, από αισθήματα ηττοπάθειας. Σε κάθε όμως περίπτωση για λόγους οι οποίοι, αν υπερίσχυαν και στο παρελθόν, η πατρίδα μας θα ήταν ακόμα υπόδουλη.
Εύλογη είναι η απορία μετά τα παραπάνω, σχετικά με τα πραγματικά κίνητρα  της αναδιοργάνωσης, που επιχειρήθηκε να επιβληθεί. Τα συμπεράσματα ας τα βγάλει ο αναγνώστης.
Εμείς θα αρκεσθούμε να παραθέσουμε τις κύριες μεταβολές που θα συνεπέφερε η αναδιοργάνωση στη δομή του Στρατού Ξηράς και θα προσπαθήσουμε να προβλέψουμε τον βαθμό επίδρασής τους στη δράση του σε μια μελλοντική πολεμική εμπλοκή. Ανάλογη δεχόμαστε ότι θα ήταν η επίδραση και των αντίστοιχων μεταβολών στους άλλους δύο κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων.
Δεν θα σταθούμε σε μεταβολές που θεωρούμε δευτερεύουσες, όπως ήταν η προτεινόμενη κατάργηση των στρατηγείων του Α΄ΣΣ στη Κοζάνη ή της VIII Μεραρχίας στα Ιωάννινα. Αυτές καθώς και άλλες ανάλογες μεταβολές  σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας δεν θα ήταν σε θέση να ακυρώσουν την επιχειρησιακή λειτουργία του Στρατού Ξηράς, παρά μόνο να μειώσουν την αποτελεσματικότητά του σε συγκεκριμένες περιοχές και ζωτικούς χώρους της επικράτειας. Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας και θα περιορισθούμε στην πρόταση κατάργησης των επιτελείων της 1ης Στρατιάς στη Λάρισα  και της ΧΧ Τ/Θ Μεραρχίας στην Καβάλα, η οποία θα οδηγούσε ουσιαστικά, με τον πραξικοπηματικό τρόπο που μεθοδεύθηκε και χωρίς την πρόνοια κάλυψης του δημιουργούμενου δομικού κενού, στον αφοπλισμό του ΣΞ. Κατάργηση που πρέπει να σημειώσουμε ότι εκπεφρασμένη σε οικονομικά μεγέθη θα εξοικονομούσε στην πραγματικότητα ετησίως  πολύ λιγότερα από όσο κόστισαν το νέο γραφείο του κυρίου Βενιζέλου και το τεθωρακισμένο υπηρεσιακό αυτοκίνητο του κυρίου Παπακωνσταντίνου, λές και η ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του πρώτου ή ακόμα και η ασφάλεια του δεύτερου άξιζαν περισσότερο από την ακεραιότητα της πατρίδας μας.
Ο ρόλος της Στρατιάς στη διαχείριση της δράσης των υπ΄ αυτήν διοικήσεων στο επιχειρησιακό επίπεδο, υπό την υπάρχουσα συγκρότηση του ΕΣ ως ενιαίου οργανικού συνόλου, είναι κυριαρχικός και αποκλειστικός,. Η Στρατιά είναι εκείνη η οποία διαχειρίζεται τις επί μέρους τακτικές επιτυχίες κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να συγκλίνουν στην επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών της στρατιωτικής στρατηγικής σχεδίασης. Όπως επίσης είναι εκείνη η οποία επεμβαίνει σε περίπτωση επί μέρους τακτικών αποτυχιών των υφισταμένων της διοικήσεων για να ενισχύσει, συντονίσει και κατευθύνει την περαιτέρω δράση τους, έτσι ώστε να αποτραπεί η κατάρρευση και να αναπροσανατολισθεί η προσπάθεια στην επίτευξη επανακαθορισθέντων εναλλακτικών σκοπών ή να εμείνει στην ευόδωση των αρχικών. Αποτελεί το κατ΄ εξοχή κλιμάκιο – στην υφιστάμενη συγκρότηση του ΕΣ, το τονίζουμε – το οποίο μπορεί να μετουσιώσει τη θερμή σύγκρουση από αναμέτρηση με όρους φυσικής ισχύος στο τακτικό επίπεδο σε αναμέτρηση με όρους πνευματικής και ψυχικής υπεροχής στο επιχειρησιακό επίπεδο, συντονίζοντας και κατευθύνοντας τις επί μέρους δράσεις σύμφωνα με τους κανόνες της πολεμικής τέχνης. Η κατάργησή της χωρίς την πρόβλεψη επαρκούς κάλυψης του διοικητικού και επιτελικού κενού που θα άφηνε στο επιχειρησιακό επίπεδο, κινδυνεύει να αφήσει ανεκμετάλλευτες τις προσπάθειες και να καταστήσει μάταιες και ανώφελες τις θυσίες και την εθνική αιμορραγία που συνεπάγονται οι αγώνες στο τακτικό επίπεδο.
Η Στρατιά είναι επίσης το κλιμάκιο εκείνο, το οποίο υπό το ισχύον καθεστώς, διαχειρίζεται και εξορθολογίζει την κατανομή των πεπερασμένων διαθέσιμων εφεδρειών για την υποστήριξη και ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας στα θέατρα των επιχειρήσεων. Από τα οποία βεβαίως, πρέπει να σημειώσουμε, ότι  το μοναδικό που απέμεινε μετά την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας είναι εκείνο της Θράκης. Γιατί παρ΄ ότι στο θέατρο της Ηπείρου και της Μακεδονίας δεν εξέλιπαν οι απειλές, μετεβλήθη εν τούτοις ο χαρακτήρας τους. Η πιθανή εκδήλωσή τους αναμένεται πλέον με τη μορφή ασύμμετρης δράσης και όχι με τη μορφή θερμής κλασικής αναμέτρησης τακτικών στρατών όπως στο παρελθόν. Η αντιμετώπισή τους θα ήταν λογικά αποτελεσματικότερη από μια Στρατιωτική Διοίκηση προσηκόντως οργανωμένη και εξοπλισμένη,  παρά από τη Στρατιά.
Η κατάργηση του επιτελείου της ΧΧ Τ/Θ Μεραρχίας, αν λάβουμε υπ΄ όψη μας τις αποστολές που θα μπορούσαν να αναλάβουν στο θέατρο επιχειρήσεων της Θράκης οι Τ/Θ και Μ/Κ ταξιαρχίες που επιχειρησιακά θα διαχειριζόταν για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης απειλής, εκτιμώμενης με στρατιωτικά και όχι με πολιτικά κριτήρια,  θα σήμαινε εκούσια οπισθοδρόμηση. Δεν θα αναφερθούμε σε ιστορικά παραδείγματα ή στην κρατούσα θεωρία για να υπερασπισθούμε την αξία της συγκεντρωτικής και μαζικής χρησιμοποίησης των αρμάτων μάχης σε κλασικές θερμές αναμετρήσεις, έντασης και κλίμακας τέτοιας όπως αυτή η οποία είναι δυνατόν να λάβει χώρα στο θέατρο της Θράκης. Θα πούμε απλώς ότι το επιτελείο μια Τ/Θ μεραρχίας έχει τη δυνατότητα λόγω πνεύματος όπλου και εμπειρίας να σχεδιάσει και να φέρει σε πέρας κατά αποτελεσματικότερο τρόπο επιχειρήσεις που θα εξελίσσονταν με τέτοιους ρυθμούς ( tempo ) και ταχύτητα, ώστε να είναι σε θέση να προκαταλάβουν τον αντίπαλο στον χώρο και στον χρόνο και να διαταράξουν την αλληλουχία της επιθετικής του σχεδίασης, καθώς επίσης και να αναπτύξουν ορμή ικανή να κονιορτοποιήσει τα τυχόν δημιουργηθέντα από αυτόν προγεφυρώματα. Σε περίπτωση πάλι κατά την οποία ο αγώνας στο θέατρο έβαινε ευνοϊκά, μόνο οι Τ/Θ και Μ/Κ ταξιαρχίες της θα μπορούσαν να πάρουν τη σκυτάλη από τις μονάδες της πρώτης γραμμής των οποίων, η επιθετική προσπάθεια θα έχει κορυφωθεί και το επιθετικό τους πνεύμα θα έχει εξανεμισθεί, και να προχωρήσουν ακόμα παραπέρα.
Για να προλάβουμε τυχόν δικαιολογημένες αντιδράσεις θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι οι ενστάσεις μας κατά της συγκεκριμένης αναδόμησης δεν έγκειται στην πεποίθηση ότι η ανάθεση της ανώτατης διοίκησης των χερσαίων επιχειρήσεων στο κλιμάκιο της στρατιάς συνιστά το μοναδικό μοντέλο διοίκησης ή το αποτελεσματικότερο όλων σε κάθε περίπτωση.
Γνωρίζουμε ότι στρατοί με διαφορετική οργάνωση έχουν σημειώσει στο παρελθόν θαυμαστές επιτυχίες στα πεδία των μαχών, όπως είναι επί παραδείγματι ο Ισραηλινός Στρατός, στον οποίο η διοίκηση των θεάτρων υπήγετο, τουλάχιστον τότε,  απ΄ ευθείας στο Γενικό Επιτελείο.
Και στην αμερικανική όμως σχολή στρατιωτικής σκέψης, η οποία βρίσκεται εγγύτερον σε εμάς και με την οποία έχουμε δογματική συγγένεια, έχουν προκύψει κατά καιρούς διαφορετικά πρότυπα διοίκησης χερσαίων επιχειρήσεων θεάτρων. Στο επιχειρησιακό δόγμα πχ του Αμερικανικού Στρατού του 1982 ( AirLand Battle Doctrine, FM 105-5 του 1982) ανετίθετο κατ΄ αποκλειστικότητα στο σώμα στρατού η σχεδίαση και  διεξαγωγή των εκστρατειών στο επιχειρησιακό επίπεδο.  Κατά πόσο θα μπορούσε το σώμα στρατού να εκπληρώσει τον ρόλο του στο πλαίσιο του συγκεκριμένου δόγματος δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα, αφού δεν δοκιμάσθηκε ποτέ στο πεδίο της μάχης. Πάντως στην αναθεώρηση του δόγματος τέσσερα χρόνια αργότερα, το σώμα στρατού παρεχώρησε την κυρίαρχη  θέση που κατείχε,  στη στρατιά.
Ούτε όμως ισχυριζόμαστε ότι η υπό αναδόμηση οργάνωση ήταν ιδανική.
Γιατί οι αλλαγές των συνθηκών από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου μέχρι σήμερα και ιδιαίτερα εκείνες οι οποίες προκλήθησαν από τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, κατέστησαν την υφιστάμενη οργάνωση παρωχημένη και ανεπαρκή. Μια οργάνωση η οποία μετά τις ανορθολογιστικές και περιστασιακές αλλαγές που κατά καιρούς υφίστατο δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει ούτε τις απειλές για τις οποίες είχε αρχικά σχεδιασθεί, ούτε όμως και τις τρέχουσες όπως αυτές μεταβάλλονταν και παγιώνονταν  με την πάροδο του χρόνου.
Το Β΄ΣΣ επί παραδείγματι, από μάχιμος σχηματισμός ανάσχεσης της από Βορρά απειλής είχε εκφυλισθεί σε μία δεξαμενή εφεδρειών με ασαφή αποστολή και σε ένα χώρο προσωρινής ένταξης μονάδων,  έως ότου αποφασιστεί εν καιρώ ο τελικός προορισμός τους. Ως εκ τούτου κάποιας μορφής αναδιοργάνωση, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ήταν περισσότερο από αναγκαία, οπωσδήποτε όμως όχι με τον τρόπο, τη φιλοσοφία και το περιεχόμενο που επιχειρήθηκε. Η κατάργηση της στρατιάς χωρίς τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την κάλυψη του δημιουργούμενου δομικού κενού θα καθιστούσε την απομένουσα δομή ανολοκλήρωτη και ατελέσφορη σε σχέση με τον σκοπό ύπαρξής της.
Φρονούμε πάντως ότι σε περίοδο πολέμου η διαχείριση και ο συντονισμός των διακλαδικών επιχειρήσεων από τον αρχιστράτηγο θα ήταν αποτελεσματικότερος και ευκολότερος, αν η στρατιά προΐστατο όλων των χερσαίων επιχειρησιακών σχηματισμών και τουλάχιστον σε ότι αφορά στη διευκόλυνση της διοίκησης το επιχείρημα είναι προφανές και δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξηγήσεις. Το Δ΄ΣΣ στο θέατρο της Θράκης και η ΑΣΔΕΝ στο  θέατρο του Αρχιπελάγους αποτελούν δύο βασικούς σχηματισμού του Ελληνικού Στρατού οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό – όχι όμως απόλυτα – επιχειρούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο υπό την έννοια της μη άμεσης αμοιβαίας επιχειρησιακής αλληλεπίδρασης τους, εξαρτώνται όμως αμφότερες από μία κοινή δεξαμενή πεπερασμένων εφεδρειών, είτε αυτές αφορούν σε μέσα, σε έμψυχο δυναμικό γενικώς ή σε ειδικές μονάδες. Επιβάλλεται λοιπόν η διαχείριση των εφεδρειών αυτών να γίνεται από ένα ανώτερο κλιμάκιο το οποίο θα έχει μια ευρύτερη εικόνα της πορείας του πολέμου και έτσι θα είναι σε θέση να τις κατανέμει κατά τρόπο ορθολογιστικό και ανεπηρέαστο από τον στείρο ανταγωνισμό των θεάτρων.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι  έχει εκλείψει πλέον ο κίνδυνος πολεμικής εμπλοκής μεγάλης κλίμακας στο Αιγαίο και στη Θράκη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της πολιτικής ηγεσίας μόνο θερμά επεισόδια πρέπει να αναμένονται πλέον με την Τουρκία – λες και έχουν συμφωνήσει μαζί της – και ως εκ τούτου η στρατιωτική δύναμη για την αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι ανάλογου μεγέθους και δομής. Η συρρίκνωση του μεγέθους του ΕΣ και η κατάργηση σχηματισμών, όπως αυτού της στρατιάς, θα ήταν ίσως μια λογική λύση αν τα κριτήρια ήσαν μόνο οικονομικά. Όμως μια στρατιωτική εκτίμηση της κατάστασης οφείλει να λαμβάνει υπ΄ όψη της τις δυνατότητες του αντιπάλου, οι οποίες συνήθως αντιπροσωπεύουν τη δυσμενέστερη των πιθανών ενδεχομένων εξελίξεων και όχι το πώς  πιθανολογείται από εμάς ότι ο αντίπαλος θα δράσει. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος έκθεσης στον  αιφνιδιασμό από τον αντίπαλο καθώς και της επιχειρησιακής αποδιάρθρωσης ( operational dislocation ) της σχεδίασης και της δύναμης μας. Κάθε θερμό επεισόδιο ενέχει τον κίνδυνο να κλιμακωθεί και να εξελιχθεί σε ένοπλη σύγκρουση μεγάλης κλίμακας, η οποία είναι βεβαίως απευκταία, θα πρέπει όμως να είμαστε προετοιμασμένοι να την αντιμετωπίσουμε αν χρειασθεί.  Η διαχείριση των θερμών επεισοδίων απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα, εμπειρία και ευελιξία καθώς και τα απαραίτητα μέσα – έναν άρτιο δηλαδή μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων – ώστε η αντίδραση να είναι ανάλογη της έντασης της πρόκλησης προκειμένου να αποφευχθεί η κλιμάκωση. Αυτός πάντως εκ των εμπλεκομένων που θα ήταν σε θέση αντικειμενικά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ένοπλης σύγκρουσης μεγάλης κλίμακας – η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση αν υλοποιούντο οι μεταρρυθμίσεις Μπεγλίτη   -   συγχρόνως δε το πιστεύει και έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του,   είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα επεδίωκε να το κλιμακώσει έως εκεί, εφ΄ όσον ούτως ή άλλως θα είχε την κυριαρχία του εξασφαλισμένη.
Κλείνοντας θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η σημασία της  απόπειρας αναδόμησης των ΕΔ και ότι αυτή υποκρύπτει πίσω της υπερβαίνουν τo συγκεκριμένο  πρόσωπο που την επιχείρησε. Ο κύριος Μπεγλίτης δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πολιτικού, σύμφωνα με την ιδανική αντίληψη που έχουμε σχηματίσει στο μυαλό μας περί αυτού και για να μην τον αδικήσουμε, ας προσθέσουμε, πως δεν πρόκειται για τον μόνο. Ανεδείχθη μέσα στους κόλπους μιας ηγετικής παρέας με κριτήρια που αυτή η ίδια είχε θεσπίσει και στη συνέχεια επεβλήθη από αυτήν στην κοινωνία με τους τρόπους και τα μέσα που όλοι σήμερα γνωρίζουμε και τα οποία δεν έχουν βεβαίως καμία σχέση με την υγιή δημοκρατική εκπροσώπηση. Αν λοιπόν πιστεύαμε ότι η ιδέα και η απόφαση υλοποίησης της ήταν δική του και όχι έξωθεν επιβληθείσα, θα την αποδίδαμε σε πιθανά – αρκετά πιθανά μάλιστα – συμπλεγματικά κατάλοιπα του ανδρός και δεν θα ασχολούμεθα καν, ούτε με τον κύριο Μπεγλίτη ούτε με τα έργα του.
Καθώς η κατάργηση των συγκεκριμένων επιχειρησιακών επιτελείων με τον τρόπο που επιδιώχθηκε  και χωρίς τη λήψη μέτρων για την αντιστάθμιση των δομικών κενών που θα δημιουργούσε, θα ενίσχυε τις πολεμικές δυνάμεις του εχθρού και θα επέφερε βλάβη στις ημέτερες δυνάμεις, η διαπίστωση της πρόθεσης μόνο υπολείπεται για να χαρακτηρισθεί η όλη απόπειρα ως αρχή εκτέλεσης εσχάτης προδοσίας, σύμφωνα με τον Ποινικό μας Κώδικα.
Σε συνδυασμό δε με διάφορα άλλα γεγονότα, με κοινό γνώρισμα την αποδυνάμωση της χώρας μας, εύλογα αναρωτιόμαστε αν όλα αυτά δεν είναι εντεταγμένα στο πλαίσιο ενός ενιαίου σχεδίου. Μερικά από αυτά είναι: η τεχνική διόγκωση του ελλείματος στο 15,4 ώστε να αναγκασθεί η χώρα να προσφύγει στο ΔΝΤ, η ύποπτη εμμονή της κυβέρνησης να αρνείται παρά τις προσκλήσεις της Κύπρου και του Ισραήλ να ανακηρύξει την ελληνική ΑΟΖ, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η ασάφεια και να ενισχύονται οι τουρκικές αμφισβητήσεις της κυριαρχίας μας στο Αιγαίο, η εξαίρεση από χάρτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τη ζώνη του ευρώ του Καστελόριζου, αλλά  και πλήθος άλλων συναφών περιστατικών.
Ενός σχεδίου που εύλογα αναρωτιόμαστε όλοι τι σκοπούς εξυπηρετεί.
Η συζήτηση που τελευταία έχει κορυφωθεί σχετικά με τον ορυκτό πλούτο που κρύβει ενδεχομένως το υπέδαφος της πατρίδας μας αποκαλύπτει έναν πιθανό οικονομικό λόγο για τον οποίο γίνονται όλα αυτά. Όσο πιο αδύναμοι και εξουθενωμένοι είμαστε οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά τόσο ευκολότερα η εθνική μας περιουσία θα καταστεί κτήμα των ισχυρών του πλανήτη. Επιπροσθέτως δε  εμείς θα τεθούμε στο περιθώριο αδύναμοι να διαταράξουμε την υλοποίηση σε βάρος μας των όποιων γεωστρατηγικών σχεδίων τους για την περιοχή μας.
Οι Κούρδοι στο Βόρειο Ιράκ ακολουθούν σήμερα μια πολύ προσεκτική πολιτική, δεν παύουν όμως να λειτουργούν σε πολλούς τομείς και ωσάν να αποτελούν ήδη ένα ανεξάρτητο κράτος. Όλες οι προβλέψεις συνηγορούν υπέρ της πιθανότητας δημιουργίας στην περιοχή μιας νέας κρατικής οντότητας η οποία είναι βέβαιο ότι θα φέρει σε δύσκολη θέση την Τουρκία και θα της δημιουργήσει μία επί πλέον δυσαρέσκεια, η οποία θα προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα από τον αποκλεισμό της στην εκμετάλλευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου. Ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Τουρκία ως γέφυρα με τον ισλαμικό κόσμο της ευρύτερης περιοχής για την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία μετά την περιαγωγή και της Συρίας σε μια διαδικασία ανατροπής του υφισταμένου καθεστώτος κινδυνεύει να μεταβληθεί σε μια ισλαμική θάλασσα, είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η πιθανότητα, έστω και μεμακρυσμένη, να της παρασχεθούν από τις ΗΠΑ ανταλλάγματα προκειμένου να εξισορροπηθούν τα συμφέροντα και η δυσαρέσκειά της, θα πρέπει να μας εμβάλλει σε ανησυχία καθώς τα ανταλλάγματα αυτά είναι δυνατόν να αφαιρεθούν από εμάς, που σήμερα αποτελούμε τον πλέον αδύναμο κρίκο στην περιοχή. Η πιθανότητα αυτή κάλλιστα μπορεί να αποτελεί έναν πιθανό γεωστρατηγικό λόγο του σχεδίου που προαναφέραμε.
Μιχάλης Γουνελάς
Νερατζιωτίσης 16-18, Μαρούσι, Αθήνα
Τηλ. 211 1835267/ 6976314940
e-mail: micathina@yahoo.gr

http://www.arxaiaithomi.gr/wp-admin/post-new.php

Δεν υπάρχουν σχόλια: